Γνωστό για το ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς του και το καθεστώς του τραπεζικού απορρήτου, το Λουξεμβούργο, ο χρηματοπιστωτικός τομέας του οποίου αντιστοιχεί στο ενα τρίτο του ΑΕΠ του και των φορολογικών του εσόδων, βρίσκεται στο στόχαστρο.
Το οικονομικό μοντέλο του Μεγάλου Δουκάτου γίνεται συστηματικά στόχος επικρίσεων εξαιτίας του δυσανάλογου μεγέθους των καταθέσεων ιδιωτών και επιχειρήσεων, η αναλογία των οποίων ως προς το ΑΕΠ τοποθετείται στο 500%, πολύ μεγαλύτερη από της Κύπρου, σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων.
“Ο χρηματοπιστωτικός τομέας είναι υπερβολικά διογκωμένος σε σχέση με την υπόλοιπη οικονομία”, παραδέχθηκε στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων υψηλόβαθμος αξιωματούχος του Λουξεμβούργου που δεν κατονομάζεται.
Ο Γερμανός βουλευτής, Γιόακιμ Πος, αντιπρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του SPD στην Μπούντεσταγκ, αναφέρθηκε πρόσφατα “στα ρίσκα και τους κινδύνους που ισχύουν για χώρες της ευρωζώνης το οικονομικό μοντέλο των οποίων βασίζεται σε ένα υπερτροφικό χρηματοπιστωτικό τομέα”. Κατά την άποψή του, η κυπριακή κρίση “πρέπει να οδηγήσει στη συνειδητοποίηση ότι δεν φουσκώνουμε τεχνητά τον χρηματοπιστωτικό τομέα, μέσω, μεταξύ άλλων, και ενός φορολογικού ντάμπινγκ”.
Ωστόσο, σύμφωνα με πολλούς ευρωπαίους αξιωματούχους, η υπερβολική εξάρτηση της οικονομίας του Λουξεμβούργου από τη χρηματοπιστωτική του βιομηχανία είναι το μόνο κοινό σημείο που αντέχει μία σύγκριση με την Κύπρο.
“Το πρόβλημα δεν εμφανίσθηκε στο Λουξεμβούργο, αλλά στην Ιρλανδία, με ορισμένες τράπεζες, στην Ισπανία, την Πορτογαλία”, δήλωσε στις αρχές της εβδομάδας ο ευρωπαίος επίτροπος αρμόδιος για τις Χρηματοπιστωτικές Υπηρεσίες Μισέλ Μπαρνιέ.
Το Μεγάλο Δουκάτο, ένα από τα έξι ιδρυτικά μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, βαθμολογείται από τους οίκους αξιολόγησης με τον υψηλότερο βαθμό για το αξιόχρεό του, το τριπλό Α. Το δημόσιο χρέος του ανέρχεται στο 20% του ΑΕΠ και είναι με απόσταση το χαμηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ενώ το δημοσιονομικό του έλλειμμα βρίσκεται πολύ κάτω από το όριο του 3%.
Το Λουξεμβούργο και η Κύπρος παρουσιάζουν, σίγουρα, “ομοιότητες, ως προς το μέγεθος του χρηματοπιστωτικού τομέα σε σχέση με το ΑΕΠ”, παραδέχθηκε τη Δευτέρα ο υπουργός Οικονομικών Λικ Φρίντεν. Αλλά παράλληλα έσπευσε να επισημάνει τις διαφορές ανάμεσα στις δύο χώρες, τόσο ως προς τη γεωγραφική θέση, όσο και ως προς το είδος της πελατείας με την παροχή υπηρεσιών αμοιβαίων κεφαλαίων και διαχείρισης περιουσίας.
Ωστόσο, η εξέλιξη του χρηματοπιστωτικού τομέα του Λουξεμβούργου παραμένει “αμφισβητήσιμη”, σύμφωνα με τον νέο πρόεδρο της Κεντρικής Τράπεζας Γκαστόν Ράινες, ο οποίος θεωρεί ότι η υποχώρηση κατά 5% του Καθαρού Τραπεζικού Αποτελέσματος ανάμεσα στο 2011 και το 2012 είναι “ανησυχητική”.
Το οικονομικό μοντέλο του Λουξεμβούργου είναι ακόμη πιο εύθραυστο εξαιτίας του γεγονότος ότι η υπεραξία του στηρίχθηκε σε ένα αδιαπέραστο καθεστώς τραπεζικού απορρήτου και της χαλαρής μεταχείρισης της φορολογικής απάτης, η οποία τιμωρείται στην χώρα αυτή μόνο όταν αφορά πολύ μεγάλα ποσά και γίνεται κατ’ εξακολούθησιν.
Μετά την Κύπρο, “οφείλουμε να θέσουμε το ίδιο ερώτημα και για άλλους στην Ευρώπη”, δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ο πρόεδρος του PlanNet Finance Ζακ Αταλί, αναφερόμενος συγκεκριμένα “στο Λουξεμβούργο που αποτελεί φορολογικό παράδεισο”.
Απέναντι στην πίεση των ευρωπαίων εταίρων του, το Λουξεμβούργο αναγκάσθηκε να άρει το τραπεζικό απόρρητο από το 2011. Ομως η ανταλλαγή πληροφοριών με τις φορολογικές υπηρεσίες άλλων χωρών γίνεται κατά περίπτωση, και όχι με τον αυτόματο τρόπο που ήθελαν οι ευρωπαίοι εταίροι.
“Επιθυμώ οι πελάτες που έρχονται στο Λουξεμβούργο να το κάνουν όχι για να γλιτώσουν τη φορολογία…αλλά διότι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες είναι περισσότερο παγκόσμιου χαρακτήρα”, είπε ο Λικ Φρίντεν.