Λάκης Γαβαλάς: Η συγκινητική του εξομολόγηση


Λάκης Γαβαλάς: Η συγκινητική του εξομολόγηση

Στο ένθετο People της ελληνικής εφημερίδας Πρώτο Θέμα έγραψε ο Λάκης Γαβαλάς όλα όσα ζει σχεδόν ένα χρόνο τώρα στη φυλακή. Μίλησε όμως και για την παιδική του ηλικία, την επιτυχία του και την πτώση του.

Το κείμενο του Λάκη Γαβαλά:
 

"Κορυδαλλός, Απρίλιος 2013

Γεννήθηκα στο λυκαυγές της δεκαετίας του ’50, όταν η Ελλάδα μάζευε ακόμα τα συντρίμμια του Εμφυλίου. Όταν η αστική τάξη κοίταγε με υπεροπτικό ύφος τη φτωχολογιά που ξυπνούσε και πάλευε, στην αρχή για επιβίωση και αργότερα για διάκριση στο επιχειρείν και την τέχνη. Πόσο όμορφα σε δύο στιχάκια θα αποτύπωνε στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ο ποιητής Μανώλης Αναγνωστάκης αυτό το λυκαυγές: “Μη ζητάς, κορίτσι μου, ένα κορδελάκι, μέσα από τα ερείπια φτιάχνω ένα σπιτάκι”. Εγώ πρόλαβα τη λεπτή μέση των γυναικών. Τις κλος φούστες. Την καλτσοδέτα στη ραφή του καλσόν. Το περιποιημένο μουστάκι των ανδρών. Πρόλαβα τα γυαλισμένα με μπριγιόλ ανδρικά μαλλιά αλλά και το αυθεντικό χάντρισμα και δίπλωμα του κομπολογιού. Αυθεντικό στη μαγκιά, τον ανδρισμό.

Ο μπαμπάς κυρ Διονύσης και η μαμά κυρά Τζοβάννα ήταν υπέροχοι γονείς. Διαρκώς ερωτευμένοι μεταξύ τους. Όχι απλά αγαπημένοι. Έκαναν τρία παιδιά. Εγώ ήμουν το πρώτο. Πέντε χρόνια αργότερα ήρθε στη ζωή η Νούλη και πέντε χρόνια μετά η (βασανιζόμενη σήμερα) Νότα. Ο μπαμπάς, βέρος Πειραιώτης με κυκλαδίτικες ρίζες από την πλευρά του παππού και κρητικές από την πλευρά της γιαγιάς. Η γλυκιά μαμά γεννήθηκε στην Ιταλία, από πατέρα και μητέρα Σμυρνιούς. Καπετάνιος ο παππούς από την πλευρά της μαμάς, ταξίδευε παντού και ήταν περιπετειώδης τύπος. Μπορεί να γεννήθηκε στην Ιταλία η μαμά, αλλά 6 ετών έζησε μόνιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα. Καλόκαρδη, νοικοκυρά, κοκέτα, με πολλά ενδιαφέροντα. Ο μπαμπάς, αυστηρός, πειθαρχημένος και καλός επιχειρηματίας. Ασχολιόταν με τα μάρμαρα. Πούλαγε ελληνικά μάρμαρα στην Ελλάδα την εποχή της ανοικοδόμησης και σε όλο τον κόσμο. Ακούραστος αλλά και επινοητικός, απέσπασε βραβείο Ευρεσιτεχνίας στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης για τα μηχανήματα κοπής μαρμάρων τα οποία κατασκεύαζε.

Οι γονείς μου ήθελαν τα παιδιά τους να εξελιχθούν μέσα από τη μόρφωση και την καλλιέργεια. Μετά το Δημοτικό αποφάσισαν να με στείλουν σε γαλλικό σχολείο. Γυμνάσιο και Λύκειο με βρίσκει στο γαλλικό σχολείο Saint Paul. Ανάμεσα στο λιμάνι της Ζέας και το λιμάνι της Μερκούρη. Στο Δημοτικό μου είχε κάνει εντύπωση ο ήχος, τικ τακ, των τακουνιών της δασκάλας μου στο μωσαϊκό. Παρασύρθηκα και σε μια από τις εκθέσεις μου έγραψα στο τέλος “τικ τακ το τακουνάκι σου”. Η δασκάλα μου εντυπωσιάστηκε και μου έβαλε 10 με τόνο. Ο μπαμπάς δεν κατάλαβε την υποβόσκουσα δημιουργικότητά μου. Δεν μπόρεσε, λόγω ιδιοσυγκρασίας, να αντιληφθεί το νόημα και ρώτησε τη δασκάλα γιατί η βαθμολογία της συγκεκριμένης έκθεσής μου ήταν τόσο υψηλή. Η απάντηση της δασκάλας τον άφησε ακόμα πιο έκπληκτο: “Μα κύριε Γαβαλά δεν υπάρχει μεγαλύτερος βαθμός!”. Η δασκάλα ήταν γάτα με πέταλα. Και μου ξαναχάρισε άλλη μια φορά 10 με τόνο όταν σε μια έκθεσή μου, που είχε θέμα ελεύθερο, έδωσα τον τίτλο “Το πιάνο και το βάζο”. Τόσο νορμάλ γραμμένο και τόσο πονηρά προφερόμενο. Στο Γυμνάσιο ανακαλύπτω σιγά σιγά τον εαυτό μου. Είμαι καλός μαθητής, ανήσυχο και ευφάνταστο παιδί. Οι σχέσεις μου και τα όνειρά μου μπερδεύονται.

Η ψυχή μου ξεφαντώνει. Φοράω τα εξαντρίκ ρούχα της εποχής. Παντελόνια καμπάνα, φαρδιές ζώνες, τεράστιες αγκράφες, πολύχρωμα πουκάμισα. Η ενδυματολογική επανάσταση της Carnaby street του Λονδίνου έχει κατακτήσει την υφήλιο. Η μόδα είναι αντικομφορμιστική. Μάης του ’68 στο Παρίσι έχει φέρει τα πάνω κάτω. Όλα αμφισβητούνται. Εικόνα στο προαύλιο του Saint Paul. Ώρα πρωινής προσευχής. Η φωνή του διευθυντή Φρερ στο μικρόφωνο: “Γαβαλά, να πας να αλλάξεις ρούχα!”. Ωχ, ευτυχώς που τα καταφέρνω στα μαθήματα και η συμπεριφορά μου κοσμιωτάτη. Έχω φαντασία, έχω όνειρα και πολλούς στόχους. Διαβάζω πολλά εξωσχολικά βιβλία, περιοδικά και είμαι οπαδός του “Salut les Copins”. Όλες οι παρέες του σχολείου και της γειτονιάς με θέλουν κοντά τους. Με προστατεύουν γιατί είμαι ευγενής, δεν πειράζω κανέναν, βοηθάω τους φίλους μου. Είμαι καλή παρέα, έχω χιούμορ. Αλλά και ακούνε από το στόμα μου φράσεις με σκέψεις, πληροφορίες και ιδέες που δίνουν χρώμα στο γκρίζο περιβάλλον και στην πεζή καθημερινότητα.

Βολτίτσες με το σχολείο. Στην Καστέλα, κάτω από το θρυλικό Κάβο Ντόρο νοικιάζουμε βάρκα για να πάμε μέχρι το απέναντι νησάκι. Κωπηλασία 200 μέτρων και οι συμμαθητές μου τσακώνονται ποιος θα κάνει κουπί για μένα. Εγώ δίνω παραγγέλματα και το διασκεδάζουμε. Φορητό πικ απ που λειτουργεί με μπαταρίες. Τα 45αρια σινγκλάκια με τις καυτές επιτυχίες της εποχής εναλλάσσονται με ταχύτητα αστραπής. Η αιώνια διαμάχη μεταξύ των τινέιτζερς: Beatles ή Stones; Ποιο συγκρότημα είναι μεγαλύτερο; Οι “Blind Faith” λέω εγώ. Τους αποσβολώνω. Είμαι εκκεντρικός. Οι “Ten Years After” τους λέω απανωτά.

Είμαι ο εναλλακτικός. Είμαι ο διαφορετικός. Γιατί η καρδιά μου πετάει σαν γλάρος. Ακούω τα πάντα, βλέπω τα πάντα. Βλέπω; Βλέπω σινεμά. Αλλά με διαφορετικό μάτι. Οι συμμαθητές μου παρακολουθούν την υπόθεση και αδημονούν για την ερωτική σκηνή. Εγώ βλέπω ρούχα. Κινήσεις. Ντεκόρ. Τους αναγκάζω να βλέπουν και παλιές ταινίες. Μαυρόασπρες. Όχι μόνο γιατί είμαι σινεφίλ. Αλλά γιατί βλέπω, μέσα από αυτές τις ταινίες, τις εναλλαγές, τις τάσεις της μόδας. Ξεχωρίζω τις βασικές ενδυματολογικές αρχές και διακρίνω τις παραλλαγές. Ανακαλύπτω πόσο αρμονικά συμπορεύονται η τέχνη με τη μόδα. Βλέπω το “Όσα παίρνει ο άνεμος” και θέλω να αγγίξω τα ρούχα. Να γίνω ένα με αυτά. Το μακρύ μαύρο φόρεμα της Ίνγκριντ Μπέργκμαν στο “Νοτόριους” του Χίτσκοκ με ανατριχιάζει. Το θέλω. Παίρνω ύφασμα και ψαλίδι για να το φτιάξω. Με συνεπαίρνει η μόδα πιο πολύ και από το… σεξ.

Τα άσπρα φανελάκια του Μάρλον Μπράντο και του Τζέιμς Ντιν. Τα υπέροχα κοστούμια του Κάρι Γκράντ. Όλα τα ρούχα της θεάς Γκρέις Κέλι. Βουτάω στην ιστορία του κινηματογράφου για να δω την πρόοδο της τέχνης, της μόδας, των επίπλων, των αξεσουάρ, των κοσμημάτων μέσα στις περασμένες δεκαετίες.

Και ξαφνικά σοκ και δέος. Ανακαλύπτω το μιούζικαλ. Σε σινεφίλ κινηματογράφους της Αθήνας. Την Τζίντζερ Ρότζερς και τον Φρέντ Αστέρ, την Τζούντι Γκάρλαντ και τον Τζιν Κέλι. Αέρινα κορμιά να σπάνε το φράγμα της λογικής. Να εξαφανίζεται ο χώρος και ο χρόνος. Σαν ξωτικά να μένουν στην ατμόσφαιρα οι χορευτές. Το προτεταμένο πόδι της Γκάρλαντ, ντυμένο στο σέξι διχτυωτό καλσόν, καθήλωνε το βλέμμα μου και φούσκωνε σαν ηφαίστειο τον εγκέφαλό μου. Παρατάω το σχολικό μπάσκετ και το ρίχνω στον χορό. Σε πάρτι, σε κυριακάτικα πρωινά με τα μοντέρνα ελληνικά μουσικά συγκροτήματα της εποχής, τους Formix, τους Juniors, τους Charms, τους Idols. Αμέσως μετά το Saint Paul συνεχίζω πιο εντατικά τον χορό στη σχολή χορού της Ραλλού Μάνου. (…) Γνωρίζω τον Τσαρούχη και μιλάμε ατελείωτες ώρες για τις εθνικές συγγένειες των χορών. Αρχίζω και να δουλεύω. Έχω αρκετές προτάσεις.

Ο Φώτης Μεταξόπουλος ανεβάζει στο θέατρο του Βασιλικού Κήπου πίσω από τη Βουλή το υπερμιούζικαλ “Hair”. Με παίρνει στη χορευτική του ομάδα κι εκεί γνωρίζω τον νεαρό τραγουδιστή Γιώργο Νταλάρα ως πρωτοεμφανιζόμενο. Ακολουθεί πρόταση από τον Βαγγέλη Σειληνό να ενταχθώ στη δική του χορευτική ομάδα. Αυτή η συνεργασία ήταν και το γούρι για τη μετέπειτα καριέρα μου. Με είδε ένας καλλιτεχνικός διευθυντής της RAI και με κάλεσε στην Ιταλία για εμφανίσεις σε σόου της κρατικής TV. Έμεινα πολλούς μήνες στη Ρώμη. Τα είδα όλα και τους είδα όλους. Εννοώ τους Ιταλούς σχεδιαστές μόδας όπου επιμελούντο την ενδυματολογική εικόνα διαφόρων καλλιτεχνών. Παρακολούθησα πως δουλεύουν. Πήγα σε εργοστάσια και βιοτεχνίες, σε ατελιέ και εκθετήρια. Κατάλαβα πως δουλεύει το σύστημα. Είδα τις ευκαιρίες και τις άρπαξα. Γύρισα για λίγο στην Ελλάδα και είδα πως δουλεύει ο κλάδος της μόδας και ευρύτερα του ρούχου στην πατρίδα μου. Πρωτόγονα σε σχέση με την Ιταλία. Αποφάσισα να ασχοληθώ με το εμπόριο της μόδας. Πέτρινα τα χρόνια τότε, στο τελείωμα της δεκαετίας του ’70 για το εισαγωγικό εμπόριο.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 είχαν στοιχειοθετηθεί στο μυαλό μου τα πλεονεκτήματα της Ελλάδας. Γιατί να γίνονται επιδείξεις μόδας στο γκρίζο, σκυθρωπό Μιλάνο και το βροχερό Παρίσι; Γιατί να μη γίνει σαλόνι μόδας η Ελλάδα με τον ήλιο, τη θάλασσα, τα πανέμορφα νησιά, τη μοναδική κουλτούρα; Γιατί να μην παράγει πρωτότυπα σχέδια και εμπορεύματα η Ελλάδα; Ταλέντα έχουμε. Ξέρουμε να ράβουμε. Εντάξει, δεν ξέρουμε να διαφημίζουμε και να πουλάμε. Θα το μάθουμε κι αυτό. Σχημάτισα στο μυαλό μου το τρίπτυχο της δουλειάς μου. Μόδα- τέχνη- τουρισμός.

Εγώ έκανα τα πάντα για να φωταγωγώ την ελληνική φιλοξενία και ψυχαγωγία. Όχι μόνο στη Μύκονο και τα άλλα νησιά μας. Και στην Αθήνα. Ξεφαντώματα στα μπουζούκια. Βραδιές με παραδοσιακά τραγούδια και χορούς. Ξεναγήσεις σε όλα τα αρχαία ελληνικά μνημεία σε όλη τη χώρα. Συνεργαζόμουν και με τα μεγαλύτερα διεθνή τουριστικά γραφεία. Πούλαγα τα προϊόντα των ξένων στους ίδιους τους ξένους που τα παρήγαγαν, φέρνοντας τους σαν τουρίστες στην Ελλάδα. Οι ξένοι έτριβαν τα μάτια τους. Η Μύκονος έκανε πολλαπλάσιο τζίρο από την Ίμπιζα της Ισπανίας, το Κάπρι της Ιταλίας. Έβαζα όλη την τρέλα μου- και διαθέτω μπόλικη- σε ευφάνταστες φωτογραφήσεις στην Ακρόπολη, στην Ολυμπία, στο Σούνιο, παντού. Έφερνα εκατοντάδες γκρουπ τουριστών στην Επίδαυρο και τους έστελνα πίσω στην πατρίδα τους με ρούχα και αξεσουάρ σχεδιασμένα στην ίδια τους τη χώρα… Στις αρχές του 2000 έφτασα στην κορύφωση…

Δημιούργησα την ετικέτα .LAK με δέκα monobrand καταστήματα και ένα δίκτυο 130 αντιπροσώπων και καταστημάτων σε όλη την Ελλάδα. Δική μου φίρμα. Δική μας. Ελληνική. Με δικά μας ελληνικά σχέδια, ρούχα και αξεσουάρ σε εξαιρετικά προσιτές τιμές. Για όλο τον κόσμο. Για όλα τα βαλάντια. Η επιτυχία, λόγω της τεχνογνωσίας που είχα ήδη αποκτήσει από τους ξένους οίκους, ήταν ακαριαία. Άρχισα σεμινάρια σε νέους επίδοξους σχεδιαστές, επίδοξους υπεύθυνους παραγωγής προϊόντων, μάρκετινγκ και πωλητές. Όλη τη συσσωρευμένη εμπειρία μου προσπάθησα να τους τη μεταλαμπαδεύσω. Δεν έκανα σχολή. Δεν έπαιρνα χρήματα από τα νέα ταλαντούχα και φιλόδοξα παιδιά. Τους μάθαινα τη δουλειά. Για να μετατραπεί ο πυρήνας σε λάβα. Και η λάβα σε ηφαίστειο. Και κάηκα. Ήρθε η κρίση. Με βρήκε σε δημιουργική φρενίτιδα και σε επιχειρηματικό άνοιγμα. Είχα απλωθεί πολύ. Υπερανάπτυξη. Και η κρίση έφερε πανικό. Και φάνηκαν οι διοικητικές μου αδυναμίες. Οι λανθασμένες επιλογές προσώπων στα οικονομικά, στις εισπράξεις, στη διαχείριση. Προσπάθησα να διορθώσω τα λάθη προσδοκώντας στο τέλος της κρίσης που υπόσχονται οι πολιτικοί παράγοντες. Η κρίση δεν τελείωσε. Εγώ τελείωσα, Χρέη στο Δημόσιο. Αυτόφορη σύλληψη. “Ύποπτος φυγής”. Να φύγω από που; Από την πατρίδα μου που είμαι βασιλιάς; Να πάω πού; Αφού είμαι πασίγνωστος. Και να κρυφτώ για να ροκανίσω λεφτά που δεν έχω; “Ύποπτος να διαπράξει το ίδιο αδίκημα”. Ποιο; Εγώ που τώρα φυσάω και το γιαούρτι;

“Πάρτε τα ακίνητα” φώναξα σε εφοριακούς, ανακριτές και εισαγγελείς, “η αξία τους υπερκαλύπτει το χρέος προς το Δημόσιο!”. “Όχι, προφυλακίζεσαι”. “Και τι θα κερδίσει το Ελληνικό Δημόσιο;” ούρλιαζα. Αλλά το υπερθέαμα της διαπόμπευσής μου ήταν το ζητούμενο. Για να διασκεδαστούν οι μειώσεις μισθών των εργαζομένων πολιτών και τα κάθε λογής χαράτσια. Δεν έλαβαν υπόψη τους 270 εργαζομένους και το γεγονός ότι είχα ήδη πληρώσει μόνο από 80 εκατομμύρια τα τελευταία χρόνια σε Δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία. Άοπλος και φτωχός στην αρένα με τα λιοντάρια. Κατάπτωση και κατάθλιψη. Αδύναμος. Φάντασμα του παλιού μου εαυτού. Έξω από το κελί μου, στον διάδρομο της πτέρυγας, δύο κρατούμενοι, ένας για φόνο και ο άλλος για εμπόριο ναρκωτικών, τραγουδούν φάλτσα: “Τρύπες και στο πουκάμισο και στο σακάκι τρύπες, βρήκαν και μπαινοβγαίνουνε τα βάσανα και οι πίκρες”."

Η υπόθεση του Λάκη Γαβαλά και το αίτημα αποφυλάκισής του πρόκειται να συζητηθεί στις δικαστικές αίθουσες στις 26 Απριλίου.

Tags λακης γαβαλας


# ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ




# Διαβαστε Περισσοτερα




Query time: 0.0153 s (13 Queries.) // Parse time: 0.0275 s // Total time: 0.0428 s // Source: cache

×
×
CLOSE X
CLOSE X
CLOSE X