Δύσκολες ώρες περνάνε στο κρεβάτι πολλά ζευγάρια που βρίσκονται αντιμέτωπα με το ροχαλητό, σύμφωνα με μία νέα βρετανική δημοσκόπηση.
Oπως αποκαλύπτει, για το 41% όσων ροχαλίζουν το κρεβάτι μετατρέπεται συχνά-πυκνά σε... πεδίο μάχης με τους/τις συντρόφους τους, που ξυπνούν από τον εκνευριστικό ήχο και παλεύουν για να τους αλλάξουν θέση. Όταν αυτό δεν αποδίδει, τους σκουντάνε στα πλευρά και τους φωνάζουν, και αν ούτε έτσι βρουν λύση, καταφεύγουν σε άλλο δωμάτιο για να ησυχάσουν – κάτι που κάνει τακτικά το 28% των ερωτηθέντων. Η δημοσκόπηση πραγματοποιήθηκε σε 1.134 άτομα που ροχαλίζουν και τους/τις συντρόφους τους, με αφορμή την βρετανική Εθνική Εβδομάδα «Στοπ στο Ροχαλητό». Το 27% των ανδρών και γυναικών που ροχαλίζουν δήλωσαν ότι νιώθουν κακοδιάθετοι το πρωί που ξυπνούν, το 21% είπαν ότι νιώθουν συνεχώς κουρασμένοι και το 16% ότι είναι λιγότερο παραγωγικοί εξαιτίας του ροχαλητού. Ωστόσο πάνω από τους μισούς δήλωσαν ότι δεν έχουν προσπαθήσει ποτέ να βρουν την αιτία και έτσι τη θεραπεία για το πρόβλημά τους. Υπολογίζεται ότι μία στις τέσσερις γυναίκες και τέσσερις στους δέκα άνδρες ροχαλίζουν συχνά το βράδυ, ενώ περίπου οι μισοί ενήλικες ροχαλίζουν περιστασιακά. Tο ροχαλητό μπορεί να οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται η κοιλιακή παχυσαρκία και οτιδήποτε εμποδίζει την ομαλή διέλευση του εισπνεόμενου αέρα (λ.χ. διογκωμένες αμυγδαλές ή δυσμορφία στο ρινικό διάφραγμα). «Το ροχαλητό μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την ποιότητα του ύπνου και τελικά να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα υγείας», δήλωσε ο δρ Κρις Ιντζικόβσκι, διευθυντής στο Κέντρο Ύπνου του Εδιμβούργου. «Εάν κάποιος ροχαλίζει σε σημείο που επηρεάζεται η καθημερινότητά του και ο ύπνος του/της συντρόφου του, πρέπει να αναζητήσει θεραπεία». Νωρίτερα εφέτος μελέτη του Νοσοκομείου Henry Ford, στο Ντητρόιτ, έδειξε ότι το ροχαλητό μπορεί να προκαλέσει πάχυνση των αρτηριών, που μπορεί να οδηγήσει σε εμφράγματα και εγκεφαλικά. Είναι εξάλλου τεκμηριωμένο πως όταν το ροχαλητό συνοδεύεται από διακοπή της αναπνοής (αποφρακτική υπνική άπνοια), μακροπρόθεσμα μπορεί να οδηγήσει σε υπέρταση, καρδιακή αρρυθμία, σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και αύξηση του κινδύνου για έμφραγμα.