Η ιστορία που εξομολογήθηκε με αφορμή τον θάνατο του σπουδαίου μουσικοσυνθέτη.
Θρηνεί από χθες η Ελλάδα με την είδηση του χαμού του Μίκη Θεοδωράκη, ενός εκ των σπουδαιοτέρων προσωπικοτήτων της σύγχρονης ιστορίας της Ελλάδας.
Ανάμεσα στις αναρτήσεις για την απώλεια του μουσικοσυνθέτη, εντοπίσαμε και μία συγκινητική ιστορία από τη Χαριτίνη Ηλιάδου, η οποία εξιστόρησε τη “συνάντηση” που είχε με εκείνον και τη σύζυγό του, όπου στις αρχές της φετινής χρονιάς έμεινε για λίγο απέναντι από το σπίτι τους στην Αθήνα.
“Στις αρχές του ‘21 έτυχε να βρεθώ σε ένα σπίτι που είχαν νοικιάσει για το διάστημα που θα έμεναν στην Αθήνα δυο φίλοι. Η θέα του Παρθενώνα από το μπαλκόνι ήταν σαγηνευτική, δεν σε άφηνε να πάρεις τα μάτια σου από πάνω του. Το λεπτό που το βλέμμα μου απομαγνητίστηκε απο την εμβληματική οπτική του, έπεσε επάνω σε ένα παράθυρο -το μοναδικό που ξεχείλιζε φως - ήταν ένα σπίτι χωρίς κουρτίνες, χωρίς πατζούρια, έτοιμο να υποδεχθεί περίεργους θεατές όπως εμένα. Δέχθηκα την φιλοξενία που μου χάρισε απλόχερα και άρχισα να παρατηρώ και να επεξεργάζομαι την εικόνα που έβλεπα μπροστά μου για αρκετή ώρα. Στα αριστερά βρισκόταν μια ηλικιωμένη γυναίκα που το κρεβάτι της βρισκόταν ακριβώς απέναντι από το παράθυρο.
Παρατηρώντας την μάτια της, όσο μου επιτρεπόταν λόγω της απόστασης που υπήρχε ανάμεσα μας, γύρισα πίσω μου και προσπάθησα να διακρίνω το τι ακριβώς βρισκόταν στο οπτικό της πεδίο. Ήταν ο Παρθενώνας! Ναι! Το κρεβάτι της ήταν τοποθετημένο στην ιδανική θέση, έτσι ώστε να βλέπει μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής της αυτή την εμβληματική θέα. Χαμογέλασα και ανατρίχιασα την ίδια στιγμή. Σκέφτηκα τον πόλεμο, την Χούντα, όλη την σύγχρονη ιστορία που ενδεχομένως να έζησε αυτή η γυναίκα και άρχισα να κάνω σενάρια μέσα μου. Στην συνέχεια διέκρινα μια αντρική φιγούρα να στέκετε κοντά της στον καναπέ. Ο άντρας κοίταζε την γυναίκα και εκείνη τον Παρθενώνα, στην σκέψη αυτή για ένα-δύο δευτερόλεπτα νομίζω ένιωσα ένα από τα πιο δυνατά συναισθήματα που έχω νιώσει στη ζωή μου. Δεν μπορώ να το περιγράψω ακριβώς. Ήθελα την ίδια στιγμή να κλάψω και να χαμογελάσω, την ώρα που ένα τεράστιο ρεύμα ανατριχίλας διαπερνούσε κάθε σημείο του κορμιού μου.
Έφυγα από το μπαλκόνι σχεδόν τρομαγμένη από τη δύναμη αυτού που είχα νιώσει. Λίγη ώρα μετά θέλησα να μοιραστώ την εικόνα αυτή με ένα φίλο μου. Εκείνος αντικρίζοντας φιλόξενο αυτό παράθυρο γύρισε και μου είπε: "Α! Ο Μίκης και η γυναίκα του η Μυρτω". Παρατηρώντας καλύτερα αυτή τη φορά τις φιγούρες των ηλικιωμένων που βρισκόταν απέναντι μου κατάφερα να διακρίνω τον Μίκη Θεοδωράκη και την γυναίκα του λίγα δευτερόλεπτα αργότερα”, έγραψε χαρακτηριστικά.