Το εργασιακό στρες μπορεί να αλλάξει τον μεταβολισμό των λιπών από τον οργανισμό, οδηγώντας σε αύξηση των επιπέδων χοληστερόλης και καρδιοπάθεια, αναφέρουν ισπανοί ερευνητές.
Οι ειδικοί προειδοποιούν εδώ και χρόνια ότι το εργασιακό στρες υπονομεύει την υγεία της καρδιάς, αλλά έως τώρα πίστευαν ότι αυτό οφείλεται στο ότι είθισται να μας οδηγεί σε ανθυγιεινές συνήθειες, όπως το κάπνισμα, η κακή διατροφή και ο καθιστικός τρόπος ζωής.
Οι ισπανοί επιστήμονες, όμως, ανακάλυψαν ότι μπορεί να προκαλέσει δυσλιπιδαιμία, δηλαδή να αλλάξει τα επίπεδα των λιπιδίων στο αίμα.
Τα λιπίδια του αίματος είναι η ολική, η «κακή» (LDL) και η «καλή» (HDL) χοληστερόλη, αλλά και τα τριγλυκερίδια.
Όπως γράφουν στην «Σκανδιναβική Επιθεώρηση Δημοσίας Υγείας» (SJPH), τα ευρήματά τους βασίζονται σε περισσότερους από 90.000 εργαζόμενους, οι οποίοι υποβάλλονταν συστηματικά σε τσεκ απ.
Οι επιστήμονες από το Νοσοκομείο Virgendela Victoria, στη Μάλαγα, και το Πανεπιστήμιο Santiago de Compostela, εξέτασαν την συσχέτιση του εργασιακού στρες με διάφορες παραμέτρους που σχετίζονται με τον μεταβολισμό των λιπαρών οξέων στον οργανισμό.
Όπως διαπίστωσαν, το 8,7% των εθελοντών τους είχαν αντιμετωπίσει δυσκολίες στη δουλειά τους κατά το τελευταίο 12μηνο, με επακόλουθο να εκδηλώσουν έντονο εργασιακό στρες.
Αυτοί οι εθελοντές διέτρεχαν και τον υψηλότερο κίνδυνο να πάσχουν από δυσλιπιδαιμία. Ειδικότερα, τα επίπεδα της ολικής και την LDL χοληστερόλης τους ήταν ιδιαιτέρως αυξημένα, ενώ είχαν και εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα HDL χοληστερόλης.
Είχαν επίσης αυξημένες πιθανότητες να παρουσιάζουν ενδείξεις στενώσεως στις στεφανιαίες αρτηρίες της καρδιάς τους.
Τα ευρήματα αυτά υποδηλώνουν ότι «ένας από τους μηχανισμούς που μπορεί να εξηγούν την παρατηρούμενη συσχέτιση μεταξύ εργασιακού στρες και καρδιαγγειακού κινδύνου, είναι οι αλλαγές στο προφίλ των λιπιδίων, που σημαίνει υψηλότερα ποσοστά συσσώρευσης αθηρωματικών πλακών στις στεφανιαίες αρτηρίες», σημειώνουν οι ερευνητές.
Το πως ακριβώς συμβαίνει αυτό δεν είναι γνωστό, αλλά είναι πιθανό το στρες να επηρεάζει την ικανότητα του οργανισμού να απαλλάσσεται από την περιττή χοληστερόλη. Μπορεί πάλι να ενεργοποιεί φλεγμονώδεις διεργασίες, οι οποίες αυξάνουν την παραγωγή χοληστερόλης.
Ένα άλλο ενδεχόμενο είναι να ενθαρρύνει τον οργανισμό να παράγει περισσότερη ενέργεια με τη μορφή λιπαρών οξέων και γλυκόζης. Οι ουσίες αυτές απαιτούν την παραγωγή και έκκριση περισσότερης LDL από το ήπαρ, ούτως ώστε να μπορέσουν να μεταφερθούν στους ιστούς του σώματος.