Γιώργος Σιούγας: Σε γκρο πλαν


Γιώργος Σιούγας: Σε γκρο πλαν

Ξεκίνησε την καριέρα του στο πλευρό του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, ενώ πρόσφατα ξεχώρισε με την πρώτη του ταινία, Το Γάλα. Σε πρώτο πλάνο, ο σκηνοθέτης της επιτυχημένης σειράς του ΣΙΓΜΑ, Εφτά Ουρανοί και Σύννεφα Αλήτες, Γιώργος Σιούγας, αποκαλύπτει τη δική του, ενδιαφέρουσα ιστορία.

Μέχρι τα 17 του ήθελε να γίνει πιλότος. Τελικά, τον κέρδισε το σινεμά. Ευτυχώς. Και λέω ευτυχώς, γιατί προτού κάνουμε αυτή τη συνέντευξη, μου ζήτησε να δω την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους, Το Γάλα, η οποία ήταν υποψήφια για 11 βραβεία στα περσινά βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ δεν ήμουν ιδιαίτερα λάτρης του ελληνικού σινεμά, πάντα είχα μία αδυναμία στο ισπανικό και στο αμερικάνικο, αλλά Το Γάλα, με κέρδισε. Με συγκλόνισε και με καθήλωσε. Του έστειλα μήνυμα στο κινητό, αργά το βράδυ, λέγοντάς του το.
Αντιδραστικός έφηβος και ανήσυχο πνεύμα, ο Γιώργος Σιούγας γεννήθηκε στην Αθήνα και σπούδασε στο London Film School. Μετά από 5 ταινίες μικρού μήκους -οι οποίες διακρίθηκαν διεθνώς- επέστρεψε στην Ελλάδα το 2000, όπου και σκηνοθέτησε την ταινία μικρού μήκους Το Ψυγείο, κερδίζοντας 3 σημαντικά βραβεία (ανάμεσά τους και αυτό της Σκηνοθεσίας) στο Φεστιβάλ Δράμας. Κάπως έτσι τον προσέγγισε ο Χριστόφορος Παπακαλιάτης και του πρότεινε να συν-σκηνοθετήσουν το δεύτερο κύκλο της σειράς του, Κλείσε τα Μάτια. «Αυτή η εμπειρία ήταν το βάπτισμα του πυρός για μένα» μου είπε χαρακτηριστικά. Έτσι Ξαφνικά, Βέρα στο Δεξί και Μυστικά της Εδέμ, είναι κάποια από τα επιτυχημένα σήριαλ που σκηνοθέτησε στην πορεία, για την ελληνική τηλεόραση.
«Και στην Κύπρο τι σε έφερε;» τον ρώτησα με μία μικρή δόση ειρωνείας, την ώρα που βουλιάζαμε στις πολυθρόνες γνωστού κεντρικού καφέ της Λευκωσίας, πίνοντας τον πρώτο πρωινό καφέ. «Η ανάγκη της επιβίωσης. Στην Κύπρο ήρθα, γιατί δεν είχα δουλειά στην Ελλάδα. Δεν υπήρχε τίποτα στην Ελλάδα μετά τα Μυστικά της Εδέμ, οπότε όταν μου πρότεινε ο Γιώργος Χουλιάρας να έρθω εδώ για να κάνω το Τρίτο Σημάδι, του είπα αμέσως ναι. Και ευτυχώς που ήρθα, διότι αυτό το απρόσμενο ταξίδι έχει προκαλέσει μία αλυσίδα από γεγονότα, που δεν θα μπορούσα να προβλέψω. Για παράδειγμα έχουν προκύψει δύο projects για φιλμ». Τώρα βρίσκεται στο τιμόνι της σκηνοθεσίας της σειράς Εφτά Ουρανοί και Σύννεφα Αλήτες τού ΣΙΓΜΑ. «Η πρόταση προέκυψε μέσα από ένα 'φλερτ' που είχα με τον Δημήτρη Τοκαρή, εννοώντας ότι και οι δύο θέλαμε καιρό τώρα να συνεργαστούμε. Είναι προς τιμήν του που βρήκε τον τρόπο να υλοποιήσει αυτή μας την επιθυμία».
Τον ρώτησα, τι ήταν αυτό που πυροδότησε την ανάγκη του, να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. «Οι γονείς μου χώρισαν όταν ήμουν μικρός και η μητέρα μου ξαναπαντρεύτηκε ένα σκηνοθέτη. Εγώ, ίσως από αντίδραση, ποτέ δεν είχα συνειδητά σκεφτεί ή δεχτεί μέσα μου, ότι αυτό ήθελα να κάνω. Ήμουν άριστος μαθητής και μέχρι τα 17 μου, ήθελα να γίνω πιλότος. Ακόμα έχω έναν έρωτα με τα αεροπλάνα και τις πτήσεις. Από το λύκειο και μετά ξεκίνησε η κατρακύλα. Ο τελευταίος μαθητής, δεν με ενδιέφερε τίποτα, μπήκα σε μία διαδικασία της αυτοεξερεύνησης. Μία μέρα και έπειτα από μια έντονη συζήτηση που είχα με τη μητέρα μου, κατάλαβα ότι αυτό που ήθελα να κάνω είναι σινεμά. Το σινεμά ήταν για μένα ένας τρόπος διαφυγής και διεξόδου από την πραγματικότητα, με την οποία είχα και έχω θέμα. Πιστεύω ότι αν μου κάνουν αυστηρή ψυχανάλυση, αυτός είναι και ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους με τράβηξε το σινεμά». Του επισημαίνω ότι ο Jean-Luc Godard (διάσημος Γάλλος σκηνοθέτης) είχε πει ότι το σινεμά είναι η πιο όμορφη απάτη του κόσμου. «Και απάτη ως προς το κοινό μας, αλλά και απάτη προς εμάς. Είτε μιλάς για τον Κώστα Γαβρά, ο οποίος σκηνοθετεί ταινίες σκληροπυρηνικού πολιτικού περιεχομένου, είτε για τον Steven Spielberg ο οποίος είναι ο μεγαλύτερος παραμυθάς, όλοι οι σκηνοθέτες αρέσκονται στο να λένε ιστορίες».

ΤΟ ΓΑΛΑ: AΠΟ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΣΤΟ ΣΙΝΕΜΑ
Το Γάλα, η πρώτη του δουλειά μεγάλου μήκους στον κινηματογράφο, ήταν βασισμένη στο πολύ επιτυχημένο θεατρικό έργο του Βασίλη Κατσικονούρη, το οποίο άφησε τη δική του ιστορία στην Ελλάδα. Τον ρώτησα, γιατί απ' όλες τις ιστορίες που υπάρχουν εκεί έξω, επέλεξε τη συγκεκριμένη για να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη. «Ξέρεις η επιλογή μίας ιστορίας δεν έχει να κάνει με τη λογική, αλλά με το συναίσθημα. Όταν βρεθείς απέναντι από μία ιστορία που σε συγκινεί, το ξέρεις μέσα σου και αυτομάτως τη διαλέγεις, γιατί κάτι σου λέει. Αν δεν ταυτίζεσαι με κάτι, αν δεν σου δημιουργεί την ανάγκη να πεις αυτή την ιστορία για κάποιο δικό σου λόγο, τότε δεν έχει κανένα νόημα να το κάνεις. Με Το Γάλα λοιπόν, προέκυψε τυχαία, όταν με φώναξε ο πολύ καλός μου φίλος Κωνσταντίνος Παπαχρόνης, να τον δω στην παράσταση. Βγήκα συγκλονισμένος. Με επηρέασε βαθύτητα η παράσταση, πιο πολύ από κάθε άλλη. Ανέβηκα στο καμαρίνι του να τον συγχαρώ και του είπα 'ρε φίλε, αυτό πρέπει να το κάνουμε ταινία'. Με έφερε σε επαφή με τον συγγραφέα Βασίλη Κατσικονούρη, ο οποίος αν και δεν είχε ιδέα ποιος είμαι, μου έδωσε τα δικαιώματα -προς μεγάλη μου έκπληξη- γιατί, όπως μου αποκάλυψε στην πορεία, δεν πίστευε ποτέ ότι θα έβρισκα τα χρήματα για να τη γυρίσω!».
Η ταινία (που απέσπασε διθυραμβικά σχόλια από τους κριτικούς) εστιάζει σε μία τριμελή οικογένεια από την Τιφλίδα που έχει μεταναστεύσει εδώ και χρόνια στην Ελλάδα και παλεύει να προσαρμοστεί σε μία διαφορετική πραγματικότητα. «Πιστεύεις ότι με την οικονομική κρίση που μαστίζει την Ευρώπη σήμερα, θα ανέβουν ακόμα πιο πολύ τα ποσοστά του ρατσισμού;» τον ρώτησα. «Δυστυχώς πιστεύω πως ναι. Μία οικονομική κρίση σίγουρα φέρνει την κρίση στα πάντα, σε όλα τα πεδία και κυρίως στον πολιτισμό. 'Ξένος εδώ, ξένος και εκεί' λέει ο Αντώνης στην ταινία. Φαντάζομαι ότι έτσι είναι. Φαντάζομαι ότι αυτοί οι άνθρωποι το κουβαλούν για πάντα. Όταν είσαι μειονότητα κάπου, είτε είσαι ο κοντός στην τάξη σου, είτε ο χοντρός, είτε ο μαύρος σε μία λευκή κοινωνία, φαντάζομαι πως αυτό σε ορίζει».
Επιστρέφω στη γνωριμία του με τον Χριστόφορο Παπακαλιάτη και του ζητώ να μου πει αν είδε το Αν…, την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα στον κινηματογράφο. «Το έχω δει. Το είδα μάλιστα στο Παρίσι πριν από μερικές εβδομάδες μαζί του. Θεωρώ ότι είναι ένα φιλμ με μία αληθινά ρομαντική πρόθεση. Θεωρώ ότι ο Χριστόφορος είπε μία ιστορία, έτσι όπως την είχε μέσα στην καρδιά του, με απόλυτη ειλικρίνεια. Αυτή η πρόθεση τον δικαίωσε». Οι επαγγελματικές του υποχρεώσεις μάς ανάγκασαν να βάλουμε τελεία στη συζήτησή μας, μιας που θα μπορούσαμε να μιλάμε για πολλή ώρα ακόμα. «Πιστεύεις στα happy end;» τον ρώτησα, πίνοντας την τελευταία γουλιά καφέ. «Στη ζωή εννοείς;». «Ναι», του απάντησα. «Τα ονειρεύομαι και τα ελπίζω. Δυστυχώς όμως δεν συμβαίνουν πάντα».

Tags Γιώργος Σιούγας, σινεμα, Τηλεοραση


# ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ




# Διαβαστε Περισσοτερα




Query time: 3.0906 s (232 Queries.) // Parse time: 0.2165 s // Total time: 3.3072 s // Source: database

×
×
CLOSE X
CLOSE X
CLOSE X