Ο ψυχολόγος απαντά.
Τα social media έχουν καταβάλει τη καθημερινότητά μας σε τέτοιο βαθμό που επηρεάζουν διαρκώς τον τρόπο σκέψης, σύνδεσης και λειτουργίας μας.
Πώς όμως η κατάχρηση τους επηρεάζει αρνητικά τη ζωή μας και σε ποιο βαθμό; Και πώς μπορείς να ανακτήσεις ξανά τον έλεγχο της ζωή σου;
Ο κοινωνικός και αναπτυξιακός ψυχολόγος Αντώνης Ανδρουλιδάκης εξηγεί.
Πόσο η “εικονική” μας ζωή επηρεάζει την πραγματική; Και ποιες είναι οι κύριες επιπτώσεις στην ψυχική υγεία οι οποίες χρήζουν σημασίας;
Η ίδια η ερώτηση σας εμπεριέχει, κατά κάποιο τρόπο, και την απάντηση. Η διάκριση της ζωής μας σε πραγματική και εικονική φαίνεται πως είναι πολύ πιθανόν να δημιουργεί μια μορφή διάσχισης ή διάσπασης, έναν εσωτερικό χωρισμό, μια αποσύνδεση (dissociation) απ’ αυτό που θα λέγαμε “αυθεντικό Eαυτό”. Πρόκειται για ένα ευρύ φάσμα εμπειριών που αναφέρεται στην αποστασιοποίηση από την πραγματικότητα – και όχι στην απώλεια της πραγματικότητας, όπως συμβαίνει στις ψυχώσεις – με κύριο χαρακτηριστικό την περισσότερο ή λιγότερο σοβαρή αποσύνδεση της ανθρώπινης ύπαρξης από συναισθηματικές και σωματικές εμπειρίες. Ίσως θα ήταν πιο κατανοητό αν μιλούσαμε για μια μορφή απόσπασης ή παράκαμψης από το άμεσο περιβάλλον αλλά και από τον ίδιο τον Eαυτό. Η αλήθεια είναι ότι αυτή η ψυχική διεργασία – κατά την οποία το άτομο αποκόπτεται από την πραγματικότητα των σκέψεων, των αναμνήσεων και κυρίως των συναισθημάτων του – συντελείται με πολλούς τρόπους στον τρέχοντα πολιτισμό μας, προσφέρεται ίσως ως βαλβίδα ανακούφισης στον πολιτισμό μας, και τα κοινωνικά δίκτυα το πετυχαίνουν με τον “καλύτερο” τρόπο.
Αυτοεικόνα και τα social media: Το άτομο στο προφίλ μας είναι διαφορετικό από εμάς; Πώς επηρεάζει αυτό την γενική αυτοεικόνα και αυτοεκτίμηση μας;
Στα κοινωνικά δίκτυα οι άνθρωποι έχουμε μια επινοημένη τεχνητά στολισμένη περσόνα, ένα προσωπείο, και είναι αυτή η “οντότητα” που αλληλοεπιδρά ή “σχετίζεται” με τους Άλλους. Τα likes δηλαδή απευθύνονται σ’ αυτήν την περσόνα και έτσι το άτομο ίσως δεν έχει την αίσθηση ότι αρέσει πραγματικά, γιατί ξέρει ότι αυτό που αρέσει είναι μια εικόνα του. Μ’ αυτή την έννοια, ναι, το άτομο στο προφίλ μας είναι διαφορετικό από εμάς, είναι τις περισσότερες φορές ένας αψεγάδιαστος Εαυτός μας, οπότε και οι συνειδητές ή ανεπίγνωστες συγκρίσεις μας μαζί του αφήνουν μια αίσθηση μειονεκτικότητας και ένα πικρό αίσθημα ματαίωσης και ίσως απογοήτευσης.
Πώς επηρεάζουν την εικόνα που έχουμε για το σώμα μας;
Προφανώς όλο αυτό επηρεάζει αρνητικά την εικόνα που έχουμε για το σώμα μας, για το σωματικό μας Εγώ, παρ’ όλο ότι αυτή η αψεγάδιαστη περσόνα μας που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο προσφέρει ίσως και μια μορφή προσωρινής ανακούφισης. Ίσως χρειάζεται να πούμε εδώ ότι ζούμε σ’ έναν πολιτισμό υπερβάλλουσας θετικότητας, όπου απαιτείται διαρκώς και καταναγκαστικά να είμαστε οι καλύτερες εκδοχές του εαυτού μας, να επενδύουμε στον εαυτό μας, να εκμεταλλευόμαστε με τον καλύτερο τρόπο τον εαυτό μας και εν τέλει να βελτιώνουμε αέναα τις επιδόσεις μας. Με την έννοια αυτή ένα απλό σπυράκι, ένα ασήμαντο ψεγάδι στο πρόσωπο μου ή ανάλογα μια ελάχιστη απόκλιση από τους επαγγελματικούς μου στόχους βιώνεται ως περίπου καταστροφή. Είναι η κυρίαρχη απαίτηση θετικότητας, η τοξική θετικότητα –που διαχέεται και μολύνει το κοινωνικό σώμα μέσα από χιλιάδες κοινότοπα memes και άρθρα της ποπ ψυχολογίας κ.λπ. – που μπορεί να παγιδεύει τους ανθρώπους σε μια ανελαστική υποχρέωση τελειότητας/επίδοσης. Σκεφτείτε μόνο πόσο συχνά “ακούμε” την κοινωνική εντολή think positive και good vibes only και λοιπά. Κάπως έτσι, δίχως να το συνειδητοποιούμε, εκπαιδευόμαστε στην άρνηση της αρνητικότητας, στην ναρκισσιστική απαίτηση μιας αέναης θετικότητας που δεν αντέχει το παραμικρό ψεγάδι και μάλλον καταδικάζουμε, αρκετά συχνά, τον καημένο τον Εαυτό στο διαρκές κυνηγητό ενός “ορίζοντα” – σωματικού, επαγγελματικού, ερωτικού – που δεν τον φτάνει ποτέ. Μέχρι το burn out ή την κατάθλιψη.
Οπότε, το αίσθημα ανεπάρκειας, που αναπτύσσεται καθώς συγκρίνω με την φωτογραφία μου στα κοινωνικά δίκτυα με τον εαυτό στον καθρέφτη μου ή με τις φωτογραφίες των Άλλων, είναι μάλλον το μικρότερο κακό. Το μεγαλύτερο πρόβλημα εδώ είναι η απαγόρευση της αρνητικότητας, η ψυχολογική άρνηση της αρνητικότητας, δηλαδή η άρνηση της ζωής.
Social media και σχέσεις: Μπορούμε να συνδεθούμε ουσιαστικά; Σε συντροφικές και φιλικές σχέσεις. Επηρεάζουν τα social media τον τρόπο που επικοινωνούμε;
Σε ότι αφορά την επικοινωνία τα κοινωνικά δίκτυα φέρουν ένα εγγενές έλλειμμα. Λείπει η μη-λεκτική επικοινωνία, που, το ξέρουμε, ότι αφορά έτσι κι αλλιώς στο μεγαλύτερο ποσοστό της επικοινωνίας. Στην πραγματικότητα τα κοινωνικά δίκτυα απομακρύνουν το αλάτι και το πιπέρι της επικοινωνίας. Είναι μια μεταμφίεση της επικοινωνίας και γι’ αυτό ακριβώς συναντάμε πολύ συχνά τόση “γραπτή επιθετικότητα”. Στην επικοινωνία μέσω των κοινωνικών δικτύων “παράγεται” επίσης πολύ συχνά παρορμητισμός. Πληκτρολογώ και στέλνω άμεσα το σχόλιο ή το μήνυμα μου, δίχως να αναλογίζομαι πριν αντιδράσω ότι απευθύνομαι σε μια ανθρώπινη ύπαρξη, όπως θα συνέβαινε σε μια πραγματική σύνδεση. Ο καθένας μπορεί να γράψει ό,τι θέλει δίχως να έχει σημασία αν αυτό πληγώνει ή είναι λάθος. Πρόκειται για το φαινόμενο της Άρσης των Αναστολών, για μια μορφής ελευθεριότητας, που μάλλον υπονομεύει, αντί να υπηρετεί, την επικοινωνία.
Έτσι, και επειδή η επικοινωνία έχει αυτά τα χαρακτηριστικά αλλά και επειδή “αυτός” που επικοινωνεί είναι το προσωπείο που αναφέραμε στην αρχή, οι σχέσεις στο διαδίκτυο χαρακτηρίζονται από ένα μεγάλο έλλειμμα αυθεντικότητας. Αν σκεφτείτε ακόμη και οι διαδικτυακοί “φίλοι” είναι χλωμά αντίγραφα των φίλων. Θέλω να πω, οι διαδικτυακοί “φίλοι” δεν είναι φίλοι, γιατί οι πραγματικοί φίλοι σε ξέρουν και τους ξέρεις και δεν φοβάσαι να τους δείξεις ποιος είσαι. Δεν συναντιέσαι με τους αληθινούς φίλους φορώντας ένα αψεγάδιαστο προσωπείο. Με τον ίδιο τρόπο οι ερωτικές σχέσεις στο διαδίκτυο είναι μάλλον υποκατάστατα σχέσεων, υποκατάστατα συνδέσεων, που ανακουφίζουν προσωρινά τα τεράστια ελλείμματα ουσιαστικών συνδέσεων που βασανίζουν σχεδόν όλους τους ανθρώπους στην κοινωνία μας. Άλλωστε, πώς θα μπορούσε να συνδεθεί, να σχετιστεί, κανείς ουσιαστικά με δεδομένη την αποσύνδεση που συζητήσαμε στην αρχή.
Ποια είναι η ψυχολογία του “share”, του “follow”, του “like”; Μήπως οδηγούν σε εμμονές;
Εξαιρετική η ερώτηση σας αυτή, είναι νομίζω στο πυρήνα του προβλήματος. Η άποψη μου είναι πως τα social media είναι στην πραγματικότητα ένα ομοίωμα σύνδεσης, μια προσποίηση σύνδεσης, που εμπεριέχει α) μια μορφή λαχτάρας -το συνεχές scroll down ή τα likes, τα shares και τα μηνύματα- β) προσφέρει προσωρινή ανακούφιση γ) έχει μακροχρόνιες αρνητικές συνέπειες και δ) είναι αρκετά δύσκολο να τα εγκαταλείψει κανείς. Και αυτός ακριβώς είναι ένας από τους πιο εύστοχους ορισμούς που έχουμε για την Εξάρτηση. Προφανώς δηλαδή εξάρτηση/εθισμός δεν είναι μόνο οι εξαρτησιογόνες ουσίες, το αλκοόλ ή ο τζόγος, αλλά κάθε τι που συναρτάται με τα παραπάνω τέσσερα χαρακτηριστικά. Και όπως κάθε εξάρτηση, έτσι και τα social media, είναι μια υπεκφυγή, ένα καταφύγιο στην συναισθηματική οδύνη της αποσύνδεσης από τον Άλλο, που βιώνει πολύ συχνά από παιδί ο σύγχρονος άνθρωπος. Δηλαδή, γνωρίζουμε πια ότι οι πάσης φύσεως εξαρτήσεις είναι η απόκριση του ψυχισμού στον συναισθηματικό πόνο που προκαλεί η συναισθηματική μη-σύνδεση, τα social media φαίνεται να προσφέρουν ένα ανακουφιστικό παυσίπονο παρέχοντας στην ύπαρξη μια ψευδοσύνδεση. Και με την έννοια αυτή ίσως είναι μια εξάρτηση στο τετράγωνο. Ίσως μάλιστα δεν είναι και τυχαία η έκφραση “χρήστης” που αποδίδουμε στον διαδικτυακά δρώντα όσο και στον εξαρτημένο από τις ουσίες άνθρωπο.
Και η χρήση των emojis (προσομοιώσεις) – πώς έχει αλλάξει την επικοινωνία μας και δια ζώσης;
Τα emojis ή emoticons είναι ακριβώς αυτό: σύμβολα ή εικόνες των συναισθημάτων και έχουν τόση σχέση με τα ίδια τα συναισθήματα καθαυτά, όσο σχέση έχει η φωτογραφία μιας κουταλιάς μέλι με τη γεύση του μελιού, δηλαδή καμία. Πάλι μιλάμε για μια προσομοίωση της συναισθηματικής έκφρασης. Δεν είμαι πολύ σίγουρος πως αυτή η συμβολοποίηση των συναισθημάτων μπορεί να επηρεάζει και την δια ζώσης επικοινωνία, μπορώ όμως γενικά να πω πως αν δούμε τα κοινωνικά δίκτυα ως “εργαλείο” -μια έκφραση που όλοι ακούμε συχνά- και άρα εναπόκειται στον χρήστη του εργαλείου για το τι είδους χρήση θα κάνει, όπως περίπου συμβαίνει με ένα μαχαίρι ας πούμε, εδώ συμβαίνει κάτι ριζικά διαφορετικό. Το εργαλείο, επηρεάζει, ίσως σε κάποιες περιπτώσεις και διαμορφώνει, τον χρήστη, τα συναισθήματα του, την γνωστική του ικανότητα, τις συμπεριφορές του και τον τρόπο με τον οποίο σχετίζεται.
Social media και σχέσεις: Μήπως χάνεται η εμπιστοσύνη λόγω του ότι οι άνθρωποι σε σχέσεις έχουν άμεση και συνεχή πρόσβαση σε πειρασμούς από το κινητό τους;
Δεν νομίζω ότι τα social media αύξησαν τον βαθμό δυσπιστίας στις σχέσεις των ανθρώπων. Το έλλειμμα εμπιστοσύνης που αναφέρεται μάλλον προϋπάρχει ως έλλειμμα βαθιάς συναισθηματικής σύνδεσης και εδώ βρίσκει σίγουρα περισσότερες ευκαιρίες έκφρασης του. Συνήθως άνθρωποι τραυματισμένοι από την παιδική τους ηλικία, θα βρουν στα κοινωνικά δίκτυα άφθονο “υλικό” για να κάνουν τους ντεντέκτιβ ή για να βγάλουν αληθινή την δυσπιστία τους ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία, δεν ευθύνονται όμως τα social media γι’ αυτό.
Μπορεί κάποιος να έχει υγιή σχέση στον κόσμο των social media και πώς αντιστέκεται στους πειρασμούς;
Νομίζω πως ναι, με τον ίδιο τρόπο που μπορεί κανείς να έχει μια υγιή σχέση με το αλκοόλ χωρίς να είναι εξαρτημένος ή αν θέλετε χωρίς να “παραμυθιάζει” τον εαυτό του ότι οι διαδικτυακές συνδέσεις είναι πράγματι συνδέσεις που μπορούν να καλύψουν την δίψα μας για σχέση -συναισθηματική σύνδεση. Καλά το λέτε, χρειάζεται δηλαδή μια αντίσταση στον πειρασμό του υποκατάστατου. Χρειαζόμαστε άρα αληθινές, αυθεντικές συναισθηματικές σχέσεις που να μας γεμίζουν υπαρξιακά, έτσι ώστε να μην χρειάζεται να καταφύγουμε στα διαδικτυακά ή άλλα υποκατάστατα τους για να γεμίσουμε το κενό.
Ποια είναι τα κύρια συναισθήματα που προκλήθηκαν από τα social media – και δεν υπήρχαν πριν σε τέτοιο βαθμό; Για παράδειγμα τα έντονα ή υπερβολικά συναισθήματα ζήλιας, ανεπάρκειας, μοναξιάς. Και πότε πρέπει να ανησυχήσουμε;
Νομίζω ότι τα κοινωνικά δίκτυα περισσότερο καθρέφτισαν, φώτισαν, ή ίσως και να επέτειναν την βαθιά υπαρξιακή μοναξιά μας, δεν νομίζω όμως ότι την προκάλεσαν. Για τα δυσφορικά συναισθήματα που αναφέρετε, την μοναξιά ή τη ζήλια -που εγώ την λέω πένθος για την απώλεια της σημαντικότητας- μάλλον πρέπει να αναζητήσουμε τα αίτια στο οικογενειακό και στο ευρύτερο κοινωνικό μας περιβάλλον που τα προκαλεί. Έχω την αιρετική ίσως άποψη ότι όλοι μας ή σχεδόν όλοι μας είμαστε συνειδητά ή μη συνειδητά τραυματισμένα παιδιά, με την έννοια ότι μια σειρά από ανεκπλήρωτες υπαρξιακές ανάγκες της παιδικής μας ηλικίας και κυρίως η ανάγκη μας για συναισθηματική σύνδεση, αγάπη και αυθεντικότητα, μας οδήγησαν τότε στην ανάπτυξη αμυντικών μηχανισμών που δυσκολεύουν πολύ σήμερα τη ζωή μας. Ακόμη και ό,τι φανταζόμαστε ως προσωπικότητα μας ή ότι οι άνθρωποι συχνά λέμε χαρακτήρα μας-και μέχρι να έρθει στην επίγνωση μας τι έχει συμβεί στην παιδική μας ηλικία- δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας αμυντικός μηχανισμός επιβίωσης, μια προσαρμογή, μια δομή αντιμετώπισης του τότε ψυχικού πόνου. Και σίγουρα είμαστε κάτι πολύ-πολύ περισσότερο από αυτή την κατασκευή επιβίωσης. Όσο πιο γρήγορα έρθει στην επίγνωση μας αυτό, τόσο καλύτερα για μας και για τους γύρω μας.
Τα social media τελικά μας “βοηθούν” να χάσουμε αντί να πάρουμε τον έλεγχο της ζωής μας. Πώς μπορούμε να τον ανακτήσουμε;
Με οτιδήποτε ή με οποιονδήποτε αναπτύσσουμε μια εξαρτησιακή σχέση σίγουρα δεν μας βοηθά να έχουμε τον έλεγχο της ζωής μας. Επομένως αν η σχέση μας με το social media έχει χαρακτηριστικά εξάρτησης όπως τα αναφέραμε παραπάνω, χρειάζεται προφανώς να απεξαρτηθούμε. Αλλά μιλώντας για εξάρτηση, το ερώτημα δεν είναι γιατί η εξάρτηση αλλά γιατί ο πόνος τον οποίο προσπαθούμε να ανακουφίσουμε. Στην πραγματικότητα αυτό είναι ένα θεμελιώδες ερώτημα αυτογνωσίας που επιβάλλει ένα ζόρικο κοίταγμα προς τα μέσα μας. Τότε μόνο μπορούμε να ανακτήσουμε την ευθύνη της ζωής μας, όταν κάθε συμπεριφορά είναι στην επίγνωση μας από πού έρχεται και ρυθμίζεται ανάλογα. Μιλώ για ευθύνη και όχι για έλεγχο της ζωής μας, γιατί ίσως ένα από τα σημαντικότερα κατορθώματα αυτογνωσίας είναι η αποδοχή της ευαλωτότητας μας, της ευθραυστότητας μας σαν ανθρώπινα πλάσματα, δηλαδή η αποδοχή της ιδέας ότι προφανώς υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορούμε να ελέγξουμε στη ζωή μας, αλλά υπάρχουν και αρκετά που δεν μπορούμε να ελέγξουμε και… “αυτό είναι εντάξει”.
Από τον Αντώνη Ανδρουλιδάκη
Πηγή: madamefigaro.cy