…μετά τη χθεσινή πρεμιέρα της παράστασης στη Λευκωσία.
Συμμετέχει φέτος στην κωμωδία του Μενάνδρου «Σαμία» που ανεβάζει ο ΘΟΚ, και η πρεμιέρα έγινε χθες (Τετάρτη 26 Ιουνίου). Ο Αλκίνοος Ιωαννίδης με μία επιστολή του γράφει πώς ένιωσε όταν μετά από 20 χρόνια βρέθηκε ξανά στο αμφιθέατρο της Σχολής Τυφλών (Λευκωσία) να ερμηνεύει τον ίδιο ρόλο (Μοσχίων).
«Πρεμιέρα χθες βράδυ, στο αγαπημένο θέατρο της Σχολής Τυφλών, στη Λευκωσία, εκεί όπου, νήπιο, είδα τις πρώτες καλοκαιρινές παραστάσεις, τις πρώτες συναυλίες.
Η Σαμία επέστρεψε! Αυτή η ιστορική παράσταση του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου, αυτή η ανεπανάληπτης ομορφιάς μετάφραση του Γιάννη Βαρβέρη, αυτή η υψηλής αισθητικής σκηνοθεσία του Εύη Γαβριηλίδη, επανέρχεται μετά είκοσι έτη, με τους περισσότερους από τους αρχικούς ηθοποιούς, με τα ίδια παλιά ποδήλατα, τα ίδια σκηνικά, τις ίδιες χορογραφίες, μα ταυτόχρονα ολοκαίνουργια, ολοζώντανη, γεμάτη χαρά, γέλιο, ανοιχτοσύνη, φως, φινέτσα και επίπεδο, να αντισταθεί σε μια εποχή λυπημένη, αγέλαστη, κλειστή, σκοτεινή, αντιαισθητική.
Η Σαμία επιστρέφει, για να φανερώσει έναν εαυτό παραμελημένο, τον μόνο που μπορεί να οδηγήσει πάλι στην ουσία. Αυτός ο εαυτός, αυτός ο τρόπος ύπαρξης, δεν παζαρεύει την ποιότητα, σέβεται το τώρα (δηλαδή το πριν και το μετά), εργάζεται και συνεργάζεται ακούραστα χωρίς να δουλεύει, πιστεύει στην ευλογία του να μοιράζεσαι, χαρίζεται χωρίς ερωτήματα και χωρίς απαιτήσεις. Τύχη μεγάλη μου επέτρεψε να τα ξαναζήσω όλα αυτά, μέσα σε μια ομάδα σπουδαίων ανθρώπων που, σε ένα νησί, στο χείλος του γκρεμού, παλεύουν ομαδικά, άγνωστοι στο μεγάλο ελληνικό κοινό, ανεξαργήρωτοι και απομακρυσμένοι, μα ταγμένοι στο Θαύμα!
Όσοι δεν ζήσατε την εμπειρία μιας παράστασης στην Επίδαυρο, ελάτε να τη ζήσετε! Λίγα πράγματα στον κόσμο μπορούν πια να μας μυήσουν στο αρχέγονα ιερό της ύπαρξής μας. Και αν δεν μπορείτε να έρθετε στις 19 ή στις 20 Ιουλίου, να πάτε μιαν άλλη μέρα, να ζήσετε κάτι άλλο, από τα όσα σημαντικά γίνονται εκεί.
Όσο σπούδαζα στο Εθνικό Θέατρο, τις καλοκαιρινές νύχτες ξάπλωνα σε μια κουβέρτα, κάτω από τα δέντρα της Επιδαύρου (μέχρι σήμερα, όποτε πηγαίνω, κατασκηνώνω). Τη μέρα, στη ζούλα, έμπαινα να δω πρόβα. Τα απογεύματα, τρύπωνα από νωρίς, βλέποντας το φως να γέρνει, νιώθωντας τις αρχαίες πέτρες να δροσίζουν, περιμένοντας το σκοτάδι που θα φώτιζε, με την αρχή της κάθε παράστασης, τον κόσμο όλο. Όσο κι αν αγαπήσει, χαρεί, πονέσει, τραγουδήσει, ταξιδέψει ή προσευχηθεί κανείς, η εμπειρία αυτή παραμένει ανεκτίμητη!»
Αλκίνοος