Ο Αλέξανδρος ∆ουµάς είχε πει κάποτε ότι «η τέχνη θέλει είτε µοναξιά, είτε ανάγκη, είτε πάθος». Στην περίπτωση του πολυβραβευµένου Κύπριου σκηνοθέτη Ανδρέα Πάντζη, τα τρία αυτά στοιχεία συναντιούνται και ορίζουν τη µέχρι τώρα επαγγελµατική του διαδροµή.
Είναι ο άνθρωπος που έβαλε τη μικρή Κύπρο στον παγκόσμιο χάρτη του σινεμά. Με 21 βραβεία στο ενεργητικό του, µε µια σηµαντική πορεία στο θέατρο και την όπερα (η διαµονή του στη Ρωσία από το 1970 έως το 1978 ήταν καίρια για το µετέπειτα καλλιτεχνικό του ύφος) και µε ταινίες-αριστουργήµατα όπως Ο Βιασµός της Αφροδίτης, Η Σφαγή του Κόκορα (επίσηµη πρόταση της Ελλάδας για τα Όσκαρ το 1997, Καλύτερη Ευρωπαϊκή Ταινία µε Υπόθεση στο ∆ιεθνές Φεστιβάλ Κινηµατογράφου και της Βαρκελωνης), το Τάµα και τώρα, µε το νέο του φιλµ, η Χάρα και η Θλίψη του Σώµατος, ο Άνδρεας Πάντζης είναι ένας από τους σηµαντικότερους δηµιουργούς που έχει βγάλει ο τόπος µας. Ή τουλάχιστον έτσι θα έπρεπε να είναι. Ο ίδιος επουδενί δεν το εισπράττει και όπως πολύ ποιητικά µου δήλωσε, νιώθει «ένας καλλιτέχνης µόνος σε µία έρηµη χώρα». Με αφορµή λοιπόν τη νέα του ταινία, Η Χαρά και η Θλίψη του Σώµατος (µία ταινία που δυστυχώς δεν έτυχε της αναγνώρισης που της άξιζε στον τόπο µας), συνάντησα από κοντά έναν άνθρωπο, που -και εγώ ως λάτρης του σινεµά- εκτιµώ και σέβοµαι απεριόριστα. Η συνάντησή µας έγινε στα Περβόλια, τόπο γέννησης και διαµονής του (αν και µεγάλωσε στο Βαρώσι) και συγκεκριµένα στο Αrtcafe ∆ίπατο, µε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και σκηνικό, ένα θυµωµένο ουρανό και µια φουρτουνιασµένη θάλασσα.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΟ ΣΙΝΕΜΑ
Είστε πάνω από τριάντα χρόνια στο χώρο του σινεµά, εντούτοις έχετε κάνει µόνο 4 ταινίες µεγάλου µήκους. Τι είναι αυτό που πυροδοτεί την ανάγκη σας κάθε φορά για να πείτε µια νέα ιστορία;
Αν υπολογίσεις µαζί και τα ντοκιµαντέρ, οι ταινίες µου στο σύνολό τους είναι 15. Θα µπορούσα να κάνω πιο συχνά ταινίες, κάθε δύο-τρία χρόνια, αλλά µέχρι να βρω τα λεφτά, µου παίρνει πολύ χρόνο. Στην Ελλάδα έκανα από τις πιο ακριβές ταινίες. Πιο ακριβές ταινίες από εµένα έκανε µόνο ο Αγγελόπουλος και ο Κακογιάννης. Η Χαρά και η Θλίψη του Σώµατος για να καταλάβεις, είναι η πιο φτηνή µου ταινία. Ένα άλλο κακό, είναι ότι γράφω εγώ ο ίδιος τα σενάρια των ταινιών µου.
Γιατί είναι κακό αυτό;
Γιατί ο κινηµατογράφος ως οµαδική τέχνη, χρειάζεται πολλά µάτια, πολλά αυτιά και πολλούς εγκεφάλους να σκέφτονται. Προσπαθώ να θεραπεύσω αυτή τη µοναξιά του σεναριογράφου µπροστά στο λευκό χαρτί, γι' αυτό και στις τελευταίες µου ταινίες έχω πάρει στο τέλος έναν συν-σεναριογράφο.
Μου δίνετε την αίσθηση ότι θέλετε να έχετε τον απόλυτο έλεγχο στις ταινίες σας.
Πρέπει να δώσεις στους συνεργάτες σου τα όρια µέσα στα οποία πρέπει να κινηθούν. Πίστεψέ µε, τα όρια αυτά είναι πολύ πλατιά και υπάρχει µεγάλη δυνατότητα δηµιουργίας. Ο έλεγχος γίνεται πάνω σε γενικές γραµµές, διαφορετικά θα έφτιαχνα ταινίες µόνος µου. Όχι, δεν γίνεται έτσι.
Είναι αλήθεια ότι σας πήρε 8 χρόνια για να γυρίσετε τη νέα σας ταινία;
Ναι, είναι αλήθεια.
Άρα το σινεµά είναι ένας καθηµερινός αγώνας για εσάς.
Ατζέντη δεν έχω, άρα αναγκάζοµαι να τα κάνω όλα µόνος µου. Ναι, το σινεµά είναι ένα τρέξιµο καθηµερινό, πάνω στο οικονοµικό και το διεκπαιρεωτικό κοµµάτι.
ΣΗΜΕΙΑ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ
Η Χαρά και η Θλίψη του Σώµατος, αγγίζει θέµατα όπως είναι η προδοσία, η φιλία, η µοναξιά και ο έρωτας. Στην Κύπρο του σήµερα, της κρίσης και της ανασφάλειας, θα λέγατε ότι οι ανθρώπινες σχέσεις δοκιµάζονται πιο πολύ από ποτέ;
Επειδή όπως φαίνεται η οικονοµία είναι η βάση των πάντων, ένας άνθρωπος ο οποίος βρίσκεται σε δεινή οικονοµική θέση, για να µπορέσει να εξασφαλίσει τα προς το ζην, είναι έτοιµος να κάνει τις πιο σκληρές δουλειές και να υποστεί εξευτελισµούς. Μου φαίνεται ότι σε µια τέτοια περίοδο, τα πάντα δοκιµάζονται. ∆οκιµάζεται ο άνθρωπος και τα συναισθήµατά του.
Αυτή είναι η τρίτη φορά που συνεργάζεστε µε το Γιώργο Χωραφά. Να φανταστώ ότι, σε αντίθεση µε τη σχέση των δύο φίλων-ηρώων της ταινίας σας, του Ευαγόρα και του Μιλέν, µεταξύ σας έχει χτιστεί µια δυνατή φιλία και µια σχέση εµπιστοσύνης;
Ναι, µε τον Γιώργο δεν έχουµε µια σχέση σκηνοθέτη-ηθοποιού. Έχουµε τη σχέση δύο φίλων. Γνωριζόµαστε πολλά χρόνια τώρα. Μακάρι να µπορούσα να κάνω πάντα ταινίες µαζί του. Είναι ένα καταπληκτικό µυαλό και ένας εκπληκτικός ηθοποιός.
Πώς γνωριστήκατε;
Όταν έψαχνα ηθοποιό για τη Σφαγή του Κόκορα, ένας γνωστός µου στην Αθήνα µου είπε: «γιατί δεν δοκιµάζεις τον Χωραφά»; Τότε, το 1990, δεν υπήρχε διαδίκτυο, έτσι τον έψαξα στα περιοδικά. Μετά είδα και την ταινία Χριστόφορος Κολόµβος που έπαιξε δίπλα στον Μάρλον Μπράντο. Μου έκανε. Σηκώθηκα, πήγα στο Παρίσι, τον συνάντησα και κολλήσαµε αµέσως. Ο Γιώργος είναι ένας φίλος, ένας συνεργάτης µε τον οποίο δουλεύουµε τους ρόλους µαζί. Υπάρχει µεταξύ µας µία απόλυτη εµπιστοσύνη, µία απόλυτη παραδοχή. Έχουµε γυρίσει δύσκολες σκηνές µαζί, κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες. Είµαι χαρούµενος, γιατί εµείς κάποτε θα φύγουµε, αλλά θα µείνουν αυτοί οι ρόλοι που δείχνουν πως µαζί έχουµε ανακαλύψει ανείδωτες εκφάνσεις της ανθρώπινης ψυχής.
Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ
Ο Ευαγόρας, στη νέα σας ταινία, είναι ένας άντρας µόνος. Ίσως κάποιος να υπέθετε ότι την ίδια µοναξιά αισθάνεστε και εσείς ως εκπρόσωπος του κυπριακού σινεµά;
Είµαι ένας καλλιτέχνης µόνος σε µία έρηµη χώρα. Βρίσκοµαι σε µία έρηµο. Στο εξωτερικό οι καλλιτέχνες επηρεάζουν την καθηµερινότητα. Αν ο αντίστοιχος Πάντζης της Ρωσίας έκανε µια ταινία, έξω θα στέκονταν ουρές. Εµένα δεν ήρθε κανείς επίσηµος στην πρεµιέρα µου. Μόνο ο Γιώργος Βασιλείου, ο πρώην Πρόεδρος της Κυπριακής ∆ηµοκρατίας. Καταλαβαίνεις για ποια µοναξιά σου µιλώ; Να σε ρωτήσω κάτι. Γιατί µου παίρνεις συνέντευξη; Τι σε νοιάζει τι έχω να πω; Αφού είµαι ένα τίποτα.
Ακούγεστε πολύ πικραµένος.
Και όχι µόνο σε σχέση µε το σινεµά, αλλά και µε το θέατρο. Έχω κάνει τόσες θεατρικές παραστάσεις και έχει 7 χρόνια να µε φωνάξουν να κάνω κάτι στον ΘΟΚ. Φτιάχνουν Μουσείο Θεάτρου στη Λεµεσό και δεν έχουν βάλει ούτε ένα έργο µου µέσα. Αυτή είναι η µεγάλη πίκρα, η οποία είναι πολλαπλασιασµένη από το γενικότερο κλίµα του σινεµά. Οι φίλοι των φίλων. Μα έτσι γράφεται η ιστορία της τέχνης;
Μήπως φταίει το ότι δεν είστε κόλακας; Ότι τα λέτε έξω από τα δόντια;
Μπορεί. Μπορεί να φταίει και το ότι δεν εντάσσοµαι πουθενά. Ότι σκέφτοµαι το λέω. Εγώ ενθουσιάζοµαι, όταν βλέπω τους νεαρούς σκηνοθέτες να είναι καλοί. Ξέρεις γιατί; ∆ιότι έχω πιει καλό γάλα από τη µάνα µου. Ενθουσιάζοµαι όταν βλέπω νέα παιδιά να κάνουν καλές ταινίες. Έχω πάρει 21 βραβεία για τις ταινίες µου... ∆εν έχω µέσα µου απωθηµένα.
Ο ΒΙΑΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΦΡΟ∆ΙΤΗΣ
Ακούµε πολλούς σήµερα να συγκρίνουν την κατάσταση που επικρατεί στην Κύπρο µε το 1974. Συµφωνείτε;
Παίζει µεγάλο ρόλο η ψυχολογία. Και η ψυχολογία σήµερα είναι εντελώς διαφορετική. Τότε είχαµε δεχτεί µία επίθεση από έναν ξεκάθαρο αντίπαλο. Είχαµε αυτό που λέει ο Καβάφης, έναν «βάρβαρο» να αντιµετωπίσουµε. Σήµερα ποιοι είναι οι βάρβαροι; Εκ των ένδον. Έχουµε καταλήξει να συναγωνιζόµαστε ποιος θα κλέψει περισσότερα, ποιος θα πάρει περισσότερα και θα µείνει ατιµώρητος.
Ποια θα είναι η εξέλιξη αυτής της κατάστασης;
Αν δεν τιµωρηθούν κάποιοι, θα δεις τι θα γίνει σε 30 χρόνια, όταν τα σηµερινά παιδιά θα µεγαλώσουν και θα είναι στην εξουσία. Θα το διαλύσουν αυτό το κράτος. Γιατί; Γιατί βλέπουν ότι τώρα κάνεις δεν πληρώνει... Κάποια πράγµατα πρέπει να τιµωρούνται παραδειγµατικά. ∆εν γίνεται διαφορετικά. Βλέπεις λοιπόν, ότι η διαφορά από το 1974, είναι ότι ο εχθρός σήµερα είναι από µέσα.
Σε µια παλιά σας συνέντευξη, είχατε δηλώσει ότι θεωρείτε τον κάθε Τούρκο που απολαµβάνει τις περιουσίες των Ελλήνων στα κατεχόµενα, προσωπικά υπεύθυνο για την κατοχή. Εξακολουθείτε να το πιστεύετε αυτό;
Η Εβραιο-Γερµανίδα φιλόσοφος, Χάνα Άρεντ, είχε πει κάποτε ότι: «Οι Γερµανοί, ναι µεν µπορεί να µην ήξεραν, αλλά έχουν προσωπική ευθύνη για τα εγκλήµατα του Άουσβιτς». Ο καθένας έχει ένα µερίδιο προσωπικής ευθύνης γι' αυτό που συµβαίνει. ∆ηλαδή να µην υποστηρίζουµε ότι οι Τουρκοκύπριοι είναι αθώοι και τα λοιπά. Είναι αθώοι µέχρι ενός σηµείου. Αν και εγώ πραγµατικά σέβοµαι τους Τουρκοκύπριους. Γεννηθήκαν εδωπέρα και πρέπει να ζήσουµε µαζί. Μαζί, αλλά λογικά και τακτοποιηµένα. ∆εν µπορούν να είναι αυτοί πολίτες πρώτης κατηγορίας και εµείς δεύτερης.
Είναι ουτοπικό να µιλάµε εν έτει 2014 για δίκαιη και βιώσιµη λύση του κυπριακού προβλήµατος;
Τι µε βάζεις να σου πω τώρα... Η διχοτόµηση είναι εδώ. Όλα τα άλλα που λέµε, κατά τη γνώµη µου είναι ανοησίες. Η διχοτόµηση υπάρχει και πρέπει να προσπαθήσουµε να βρούµε µία φόρµουλα για να ζήσουµε όλοι µαζί σε µία διχοτοµηµένη χώρα.
Όπως η ηρωίδα της νέας σας ταινίας, η Αφροδίτη, έτσι και η Κύπρος είναι καταδικασµένη να έχει πάντα το ρόλο της πόρνης;
Ωραία ερώτηση. Εσύ τι νοµίζεις;
Η ιστορία έτσι δείχνει.
Αφού έτσι νοµίζεις, έτσι είναι. Εγώ πάντα κάνω ταινίες οι οποίες έχουν µαύρες τρύπες στη δραµατουργία, τις οποίες καλείται ο θεατής να καλύψει. Να προσφέρει στον εαυτό του ευκαιρίες για σκέψεις, δώρα στον εαυτό του και δώρα σε µένα. Αυτό που µου είπες τώρα, είναι για µένα ένα δώρο.
Η ΧΑΡΑ ΚΑΙ Η ΘΛΙΨΗ ΤΟΥ ΑΝ∆ΡΕΑ ΠΑΝΤΖΗ
Τι είναι αυτό που σας έδωσε τη µεγαλύτερη χαρά και τι ήταν αυτό που σας έκανε να νιώσετε τη µεγαλύτερη θλίψη µέσα στο 2013;
Θλίψη µου έδωσε το γεγονός ότι αποδείχτηκε και πάλι η αδιαφορία του κοινού για την τέχνη, σε σχέση µε την ταινία µου, όπου θα ήθελα να είναι πολιτιστικό γεγονός πρώτιστης σηµασίας για τον τόπο. Θλίψη µου προκαλεί το ότι είµαι και πάλι αποκλεισµένος από τον ΘΟΚ, παρά το γεγονός ότι πίστεψα ότι θα άλλαζαν τα πράγµατα τώρα και ότι θα µπορούσα να εκφραστώ. Νιώθω φίµωση και απαγόρευση προσφοράς. Χαρά µου έδωσε ο µικρός µου γιος, ο οποίος µίλησε.
Τριάντα και βάλε χρόνια στο χώρο του σινεµά, µετανιώσατε ποτέ που δεν επιλέξατε κάποιο πιο ασφαλές επάγγελµα;
Θα ήθελα να κάνω σουβλάκια. Να ξέρω ότι αυτή είναι η δουλειά µου και µόνο... Το γεγονός ότι ζούµε σε ένα χώρο που δεν έχει σχέση µε την τέχνη, το γεγονός ότι το κλίµα για την τέχνη είναι από αδιάφορο µέχρι αρνητικό, το γεγονός ότι δεν υπάρχει µία αναγνώριση στο ότι βάζεις ένα λιθαράκι στο χτίσιµο µιας ψυχολογικής δοµής του έθνους, ότι νιώθεις ότι κάνεις κάτι χωρίς αποτέλεσµα, είναι σαν να είσαι ένας Σίσυφος της τέχνης. Αυτό το πράγµα σου δηµιουργεί µία απογοήτευση.
Παρόλη την απογοήτευση, ο Ανδρέας Πάντζης θα συνεχίσει να κάνει ταινίες;
Ο Ανδρέας Πάντζης δυστυχώς δεν ξέρει να κάνει τίποτα άλλο από ταινίες, θέατρο και όπερα. Να γράφει και να µπορεί να οµιλεί και να συνοµιλεί.