Όσο και να θέλει ένας νέος αρχιτέκτονας να βάλει μοντέρνες διαστάσεις σ’ ένα νέο οικοδόμημα, δεν μπορεί να παραβλέψει τους ατελείωτoυς μήνες ζέστης, την έλλειψη χώρου και τη μορφολογία του εδάφους μας.
Δίνουμε στην Κύπρο ένα πιο trendy πρόσωπο τελικά ή κτίζουμε ανεξέλεγκτα και ό,τι γίνει; Ζητήσαμε την άποψη της αρχιτέκτονα Κατερίνας Παπαφιλίππου, που κατάγεται από τη Λεμεσό, μία πόλη όπου η ανάπτυξη δεν σταματά, παρά την οικονομική κρίση.
Είστε ευχαριστημένη από την αναπτυξιακή πορεία της Λεμεσού;
Τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μεγάλη ανάπτυξη στη Λεμεσό, τόσο στα δημόσια όσο και στα ιδιωτικά έργα. Τέτοιο έργο είναι το παραλιακό μέτωπο, το οποίο έχει αποκτήσει πλέον μία σύγχρονη όψη, που προσφέρει στους κατοίκους αλλά και στους επισκέπτες της Λεμεσού μία μοναδική διαδρομή με δυνατότητα για ποικίλες χρήσεις, όπως πεζόδρομους, ποδηλατόδρομους, πλατείες, εστιατόρια και καφετέριες. Το Γραμμικό Πάρκο Γαρύλλη αποτελεί ένα ακόμα παράδειγμα αυτής της ανάπτυξης. Με την ολοκλήρωσή του, πέρα από τους ποδηλατόδρομους, πεζόδρομους και πλατείες που θα δημιουργηθούν, θα αναζωογονηθούν οι γειτονιές της Λεμεσού στις οποίες μέχρι σήμερα οι χώροι πρασίνου και περιπάτου είναι ελάχιστοι. Επίσης πολλά έργα έγιναν και γίνονται στο κέντρο της πόλης, όπου πέραν της προσπάθειας για επίλυση του κυκλοφοριακού, πραγματοποιήθηκαν αναπλάσεις πλατειών και πολλές αποκαταστάσεις αξιόλογων ιστορικών κτιρίων. Ιδιαίτερο ρόλο στα πιο πάνω διαδραμάτισε και η λειτουργία τού ΤΕ.ΠΑ.Κ. στο κέντρο της πόλης. Βέβαια, τα πιο πάνω είχαν και αρνητικές συνέπειες, καθώς κατά τη διάρκεια των εργασιών επηρεάστηκε σημαντικά η κίνηση στην περιοχή, με αποτέλεσμα πολλά καταστήματα να επηρεαστούν και να κλείσουν ή να απομακρυνθούν από το κέντρο. Το νέο λιμάνι, η μαρίνα και πολλά νέα σύγχρονα κτίρια συμβάλλουν, επίσης, σημαντικά στην αναπτυξιακή πορεία της Λεμεσού.
Η πόλη, βέβαια, εξακολουθεί να αντιμετωπίζει διάφορα προβλήματα, όπως είναι η εγκατάλειψη του κέντρου από τους κατοίκους του, η έλλειψη πεζοδρομίων και η κατάληψή τους -στις πλείστες περιπτώσεις- από τα αυτοκίνητα, τα απαράδεκτα οδοστρώματα κυρίως στις γειτονιές, η έλλειψη πρασίνου, η αναρχία που παρατηρεί κανείς περπατώντας σε γειτονιές της πόλης, όπως και το πρόβλημα των πολλών κενών οικοπέδων, που έχει ως αποτέλεσμα τη μη συνοχή του αστικού τοπίου. Η οικονομική κρίση αποτελεί, σήμερα, τροχοπέδη στην ανάπτυξη της πόλης, αλλά το θετικό είναι ότι εκτελούνται ακόμα έργα που είχαν προγραμματιστεί από πριν.
Ποιες τάσεις πρέπει να ακολουθούνται στον τόπο μας, δεδομένου του κλίματος και της έλλειψης χώρου;
Ζούμε σε μία μεταμοντέρνα εποχή όπου λίγο πολύ οι τάσεις επαναλαμβάνονται. Λαμβάνοντας υπόψη τις κλιματολογικές συνθήκες στην Κύπρο, πιστεύω πως πρέπει να ακολουθούνται οι απλές μορφές όπως τις συναντούμε στη μοντέρνα αρχιτεκτονική και να δίνεται έμφαση στους παράγοντες που μπορούν να συντελέσουν στην επίτευξη καλύτερων συνθηκών διαβίωσης στο χώρο. Έχοντας κατά νου το γεγονός ότι για οκτώ-εννέα μήνες το χρόνο έχουμε ιδιαίτερα ψηλές θερμοκρασίες, με αποτέλεσμα οι διάφορες δραστηριότητες να πραγματοποιούνται στους εξωτερικούς χώρους, είναι ιδιαίτερα σημαντικό να δημιουργούνται τέτοιοι υπαίθριοι χώροι, που να αποτελούν επέκταση του εσωτερικού της κατοικίας και να εξασφαλίζουν ευχάριστη παραμονή. Οι στέγες με μεγάλες κλίσεις δεν δένουν με το κλίμα του τόπου μας και είναι καλό να περιορίζεται η κλίση τους σε περιοχές με χαμηλό υψόμετρο ή ακόμα καλύτερα να αποφεύγονται. Τα κτίρια γενικά πρέπει να προσαρμόζονται στη μορφολογία του εδάφους και γενικά να ενσωματώνονται στον περιβάλλοντα χώρο. Τα ανοίγματα να τοποθετούνται με προσοχή ούτως ώστε να συμβάλουν στον καλύτερο φωτισμό και αερισμό των χώρων, χωρίς να επιτρέπουν κατά τους ζεστούς μήνες τη διέλευση της ηλιακής ακτινοβολίας στο εσωτερικό του κτιρίου. Για παράδειγμα, μικρά ή μεγάλα στέγαστρα, ανάλογα με την περίπτωση, ή εξωτερικά παντζούρια και περσίδες είναι σε θέση να συμβάλουν αισθητά. Πρέπει να γίνεται ορθή επιλογή των υλικών που θα χρησιμοποιηθούν σ’ ένα κτίριο, ενώ πολύ σημαντική είναι και η επιλογή των χρωματισμών. Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη την έλλειψη χώρου, θεωρώ ότι πρέπει να σταματήσει η υπερβολή όσον αφορά στο μέγεθος των κτιρίων και πιο συγκεκριμένα των κατοικιών στην Κύπρο. Μπορεί με σωστή εκτίμηση των αναγκών και έναν εργονομικό σχεδιασμό να δοθούν λύσεις για λειτουργικές κατοικίες με μικρότερα εμβαδά. Καλό θα ήταν, επίσης, να δοθεί έμφαση και στην καθ’ ύψος ανάπτυξη, ούτως ώστε να αυξηθούν οι ελεύθεροι χώροι και να αξιοποιηθούν διαφορετικά.
Ποιος είναι ο κεντρικός πυρήνας των σχεδίων σας;
Κεντρικός πυρήνας των σχεδίων μου είναι ο άνθρωπος. Τόσο αν πρόκειται για ιδιωτική κατοικία, οπότε αναφερόμαστε στους ιδιοκτήτες, όσο και αν πρόκειται για δημόσιο χώρο ή κτίριο, οπότε μιλούμε για το σύνολο της κοινωνίας που μπορεί να χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο χώρο. Και στις δύο περιπτώσεις εννοείται, βέβαια, ότι η αισθητική -πέραν της λειτουργικότητας- έχει εξίσου πρωταρχική σημασία καθότι επηρεάζει το σύνολο του δομημένου κελύφους του τόπου, με τις οποιεσδήποτε επιρροές έχει αυτό στον άνθρωπο.
Ποιο από τα έργα σας ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση και γιατί;
Mεγαλύτερη πρόκληση για μένα μέχρι σήμερα είναι η δημιουργία ενός πολυδύναμου κέντρου για μία κοινότητα -έργο που ακόμα βρίσκεται υπό μελέτη. Σ’ αυτήν την περίπτωση, πέραν της κλίμακας του έργου, πρέπει να επιλυθούν και να δέσουν μεταξύ τους οι πολλαπλές χρήσεις του κτιρίου και οι ιδιαιτερότητες που αφορούν στις διαφορετικές ηλικιακά και κοινωνικά κατηγορίες ανθρώπων που θα χρησιμοποιούν το χώρο. Πέραν των πιο πάνω, πρέπει το κτίριο να ενταχθεί με τέτοιο τρόπο στο κέλυφος του οικισμού, που να δένει με το υφιστάμενο δομημένο χώρο προβάλλοντας, ταυτόχρονα, την ταυτότητά του ως σύγχρονο κτίριο.
Πόση έμφαση δίνετε στα περιβαλλοντικά θέματα και την αειφόρο ανάπτυξη;
Tα θέματα περιβαλλοντικού σχεδιασμού και αειφόρου ανάπτυξης με απασχόλησαν ιδιαίτερα από την περίοδο των σπουδών μου. Είναι απαραίτητο στην κοινωνία όπου ζούμε και ιδιαίτερα στον τόπο μας, να εφαρμόζεται σε όλους τους τύπους αναπτύξεων ο ενεργειακός σχεδιασμός, έστω και στην πιο απλή μορφή του. Σε όλα τα έργα μου προσπαθώ, αρχικά από το σχεδιασμό, να συμπεριλάβω όλους τους παράγοντες που μπορεί να συμβάλουν ώστε τα κτίριά μου να είναι ενεργειακά αποδοτικά και φιλικά προς το περιβάλλον. Ξεκινώντας από την τοποθεσία, το μικροκλίμα της περιοχής, τον προσανατολισμό, το σχήμα της κατοικίας, τα ανοίγματα, τη δημιουργία υπαίθριων και ημιυπαίθριων χώρων, τους διάφορους τρόπους σκίασης, το φυσικό φωτισμό και φυσικό αερισμό και καταλήγοντας στα υλικά και τη φύτευση, στοχεύω στην επίτευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος.
Στοιχίζει περισσότερο να κτίσει κανείς ένα σπίτι φιλικό προς το περιβάλλον ή ενεργειακά αποδοτικό, παρά ένα συμβατικό;
Σίγουρα κτίζοντας ένα τέτοιο σπίτι, το κόστος ανέγερσης αυξάνεται, όχι όμως σε τέτοιο βαθμό που να είναι αποτρεπτικό. Όπως ανέφερα και πιο πάνω, με πολύ απλούς τρόπους μπορεί κανείς να συμβάλει στη δημιουργία καλύτερων συνθηκών διαβίωσης σε μία κατοικία, όπως με το μέγεθος, τον αριθμό, τις αναλογίες και τα σημεία τοποθέτησης των ανοιγμάτων, τη δημιουργία στεγάστρων, τη φύτευση και πολλούς άλλους. Το κόστος αυξάνεται κυρίως από τα υλικά που θα χρησιμοποιηθούν για τη μόνωση των κτιρίων, την πιθανή επιλογή για εκμετάλλευση των φυσικών πηγών ενέργειας, όπως για παράδειγμα της ηλιακής κ.λπ. Όμως, αν λάβει κανείς υπόψη την εξοικονόμηση ενέργειας που επιτυγχάνεται, σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα γίνεται απόσβεση του ποσού αυτού και το κτίριο δουλεύει πλέον προς όφελος του ιδιοκτήτη.
Ο Κύπριος πελάτης εμπιστεύεται εύκολα μία γυναίκα αρχιτέκτονα ή είναι επιφυλακτικός;
Στην αρχή της καριέρας μου αντιμετώπισα κάποιες τέτοιες μεμονωμένες περιπτώσεις, οι οποίες οφείλονταν είτε στο γεγονός ότι ήμουν γυναίκα είτε στο νεαρό της ηλικίας μου. Σήμερα μπορώ να πω ότι αυτό λειτουργεί και σαν πλεονέκτημα, καθώς πολλοί θεωρούν πως μία γυναίκα αρχιτέκτονας μπορεί να αντιληφθεί καλύτερα τις ανάγκες που υπάρχουν για τη σωστή λειτουργία μίας κατοικίας και να δώσει περισσότερη σημασία στη λειτουργικότητα του χώρου, λόγω της ψυχοσύνθεσής της αλλά και του γεγονότος ότι και η ίδια, ως γυναίκα, χρησιμοποιεί περισσότερο το σπίτι και έχει προσωπικές εμπειρίες.