Το ανεύρυσμα εγκεφάλου είναι ένα παθολογικό «φούσκωμα» ή «ξεχείλωμα» προς τα έξω σε κάποιο σημείο μιας αρτηρίας του εγκεφάλου. Το ανεύρυσμα του εγκεφάλου, σε αντίθεση με το ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής και το ανεύρυσμα της θωρακικής αορτής απασχολεί συνήθως νέους ανθρώπους (κυρίως ηλικίας από 35 έως 60 ετών).
Υπάρχουν δύο βασικές μορφές εγκεφαλικών ανευρυσμάτων, το σακοειδές και το ατρακτοειδές. Η συχνότερη μορφή είναι η σακοειδής , σχηματίζεται δηλαδή ένας σάκος με μίσχο που τον ενώνει με την υπόλοιπη αρτηρία και φαίνεται σαν ένα μούρο που προβάλλει από την αρτηρία. Συνήθως αναπτύσσεται σε περιοχές διχασμού αγγείων. Εκτιμάται ότι 3,5- 6% του γενικού πληθυσμού έχουν σακοειδές ανεύρυσμα. Στο 15-30% των περιπτώσεων αυτών, υπάρχουν περισσότερα από ένα σακοειδή ανευρύσματα. Το ατρακτοειδέςσχηματίζεται κατά μήκος όλων των τοιχωμάτων του αγγείου.
Τα ανευρύσματα στον εγκέφαλο μπορούν να σπάσουν προκαλώντας αιμορραγικό εγκεφαλικό. Η ρήξη ενός ανευρύσματος προκαλεί έξοδο του αίματος στη βάση του εγκεφάλου (λίγο κάτω από το επίπεδο των ματιών). Αυτό αποτελεί έναν επικίνδυνο τύπο εγκεφαλικής αιμορραγίας που ονομάζεται υπαραχνοειδής αιμοραγία (διάχυτη αιμορραγία έξω από τον εγκέφαλο). Μπορεί επίσης να προκληθείενδοεγκεφαλικό αιμάτωμα (αιμορραγία μέσα στον εγκέφαλο), ή τέλος ενδοκοιλιακή αιμορραγία (μέσα στο κοιλιακό σύστημα του εγκεφάλου).
Αν ένα ανεύρυσμα εγκεφάλου αφεθεί χωρίς θεραπευτική αντιμετώπιση, μπορεί:
• να μεγαλώνει σε μέγεθος μέχρι κάποια στιγμή να πλάσει προκαλώντας υπαραχνοειδής αιμορραγία (το πιθανότερο σενάριο)
• να μεγαλώνει σε μέγεθος και ν’ αρχίσει να προκαλεί συμπτώματα χωρίς να έχει υποστεί ρήξη, π.χ. πονοκεφάλους ή προβλήματα στην όραση κ.α.
• να παραμείνει σταθερό σε μέγεθος με την πάροδο των ετών, χωρίς να προκαλέσει κάποιο σύμπτωμα, κατάσταση που είναι μάλλον σπάνια.
Η πρόγνωση για έναν ασθενή που έχει υποστεί ρήξη εγκεφαλικού ανευρύσματος, γενικά, δεν είναι καλή, αλλά εξαρτάται από την έκταση και τη θέση του ανευρύσματος καθώς και την ηλικία του ατόμου. Εκτιμάται ότι περίπου το 40% των ασθενών δεν επιβιώνουν στο πρώτο 24ωρο, το 25% πεθαίνουν στο πρώτο εξάμηνο και το υπόλοιπο 35% μπορεί να αποκτήσει νευρολογικές βλάβες. Τα ανευρύσματα που έχουν ήδη υποστεί ρήξη έχουν πιθανότητα έως και 30% να αιμορραγήσουν ξανά μέσα στις πρώτες 30 ημέρες από το αρχικό επεισόδιο. Η δεύτερη αιμορραγία είναι σχεδόν πάντα σοβαρότερη από την πρώτη και το 70% των ασθενών πεθαίνει.
Υπάρχουν επίσης επιπλοκές που εμφανίζονται μετά από μια αιμορραγία, όπως είναι η οξεία υδροκεφαλία (παρεμποδίζεται η παροχέτευση του εγκεφαλονωτιαίου υγρού του εγκεφάλου εξαιτίας της αιμορραγίας) και το στένεμα των αγγείων του εγκεφάλου λόγω της επίδρασης του αίματος σ’ αυτά, γνωστό ως αγγειόσπασμος ο οποίος μπορεί να είναι θανατηφόρος. Οι επιπλοκές αυτέ μπορεί να συμβούν ημέρες ή εβδομάδες μετά από την αρχική αιμορραγία.
Τα τελευταία χρόνια, λόγω αύξησης της χρήσης των απεικονιστικών εξετάσεων του εγκεφάλου με τη μαγνητική τομογραφία, διαγιγνώσκονται πολλές φορές ανευρύσματα εγκεφάλου ως τυχαίο εύρημα. Συνήθως όμως η διάγνωση ενός ανευρύσματος γίνεται μετά τη ρήξη του.
Συμπτώματα και διάγνωση
Τα συμπτώματα ενός ανευρύσματος που δεν έχει υποστεί ρήξη εξαρτώνται από το μέγεθος και το ρυθμό ανάπτυξής του. Ένα μικρό και αμετάβλητο ανεύρυσμα μπορεί να μη δώσει κανένα σύμπτωμα ενώ ένα μεγαλύτερο που αυξάνεται διαρκώς μπορεί να πιέζει τα νεύρα στον εγκέφαλο και να εμφανιστεί πτώση βλεφάρου, διπλωπία ή αλλαγές στην όραση, πόνος πάνω ή πίσω από το μάτι, μούδιασμα ή αδυναμία στη μια πλευρά του προσώπου.
Εάν ένα ανεύρυσμα αιμορραγήσει, ο ασθενής σχεδόν πάντα έχει έναν ξαφνικό και δυνατό πονοκέφαλο («σαν σφυριά») που παρακινεί τον ασθενή για να επιδιώξει την ιατρική φροντίδα. Άλλα συμπτώματα μετά από μια ρήξη ανευρύσματος μπορεί να είναι:
ξαφνικός και ιδιαίτερα έντονος πονοκέφαλος,
ναυτία,
μείωση της όρασης, διπλωπία,
απώλεια συνείδησης,
απώλεια αισθήσεων.
Η διάγνωση μπορεί να γίνει με ψηφιακή αγγειογραφία (DSA – Digital Substraction Angiography) η οποία είναι μια επεμβατική ιατρική πράξη. H εξέταση αυτή γίνεται με τρόπο που μοιάζει με τη στεφανιαιογραφία. Εισάγεται ένας λεπτός καθετήρας στην κυκλοφορία του αίματος, από μία μεγάλη αρτηρία του ποδιού και προωθείται μέχρι τη βάση του εγκεφάλου, όπου εγχέεται σκιαγραφική ουσία και απεικονίζονται τα αγγεία του εγκεφάλου.Η ψηφιακή αγγειογραφία έχει κινδύνους και γίνεται μόνο όταν υπάρχει έντονη υποψία ύπαρξης ανευρύσματος εγκεφάλου.
Η διάγνωση μπορεί να γίνει επίσης με αξονική αγγειογραφία ή με μαγνητική αγγειογραφία οι οποίες είναι μη επεμβατικές πράξεις, γρήγορες και ανώδυνες. Ακόμη μπορεί να γίνει με λήψη εγκεφαλονωτιαίου υγρού εάν υπάρχει υποψία για ρήξη ενός ανευρύσματος.
Αιτίες
Δεν είναι σαφές γιατί ένα άτομο αναπτύσσει εγκεφαλικό ανεύρυσμα. Το ανευρυσμα μπορεί να παρουσιαστεί σε οποιαδήποτε ηλικία -ή να υπάρχει ακόμα και από τη γέννηση (συγγενές)- λόγω κάποιου τραυματισμού, υψηλής αρτηριακής πίεσης, λοίμωξης, αθηροσκλήρωσης και άλλες παθήσεις του αγγειακού συστήματος. Παράγοντες κινδύνου είναι το κάπνισμα, η χρήση κοκαΐνης, οι όγκοι εγκεφάλου, οι μολύνσεις και οι τραυματισμοί στο κρανίο.
Άλλες αιτίες μπορεί να είναι ορισμένες κληρονομικές παθήσεις όπως η πολυκυστική νόσος των νεφρών, το σύνδρομο Marfan και το σύνδρομο Ehler’s.
Για τη δημιουργία του ανευρύσματος του εγκεφάλου ευθύνονται και γενετικοί λόγοι, εξαιτίας των οποίων προκύπτει το πρόβλημα όταν δημιουργούνται οι αρτηρίες. Αν σε έναν ασθενή ανευρεθεί ένα ανεύρυσμα εγκεφάλου, καλό είναι να ελεγχθούν με μαγνητική αγγειογραφία οι πρώτου βαθμού συγγενείς του.
Αντιμετώπιση
Η αντιμετώπιση εξαρτάται από το αν η διάγνωση έγινε λόγω αιμορραγίας ή τυχαία:
1) Αν έγινε λόγω αιμορραγίας, χρειάζεται άμεση αντιμετώπιση είτε με εμβολισμό (εισαγωγή καθετήρα από τη μηριαία φλέβα στο σημείο του ανευρύσματος) είτε με χειρουργική επέμβαση.
2) Αν έγινε τυχαία, δηλαδή αν το ανεύρυσμα δεν έχει υποστεί ρήξη και είναι μικρό σε μέγεθος (κάτω από 7 χιλιοστά) αποφασίζεται η τακτική παρακολούθησή του.
3) Αν έγινε τυχαία και το ανεύρυσμα είναι μεσαίου ή μεγάλου μεγέθους (πάνω από 7 χιλιοστά) προγραμματίζεται ο εμβολισμός ή η χειρουργική επέμβαση.
Τα ανευρύσματα εγκεφάλου αντιμετωπίζονταν παραδοσιακά με νευροχειρουργική επέμβαση (κρανιοτομή – απολίνωση του ανευρύσματος). Τελευταία και με συνεχώς αυξανόμενους ρυθμούς όλο και περισσότεροι ασθενείς αντιμετωπίζονται με την ελάχιστα τραυματική ενδαγγειακή θεραπεία ή αλλιώς «εμβολισμό».
Στη χειρουργική επέμβαση και για να φτάσει ο αγγειοχειρουργός στο ανεύρυσμα, πρέπει πρώτα να αφαιρέσει ένα τμήμα του κρανίου. Στη συνέχεια, το ανεύρυσμα διαχωρίζεται προσεκτικά από τον γύρω εγκεφαλικό ιστό και ένας μικρός μεταλλικός αγκτήρας (κλιπ) τοποθετείται κατά μήκος του αυχένα (βάση) του ανευρύσματος.
Ο εμβολισμός είναι μια ελάχιστα τραυματική διαδικασία κατά την οποία η προσπέλαση στη περιοχή της βλάβης γίνεται μέσα από τα αιμοφόρα αγγεία. Μέσα από την μηριαία αρτηρία τοποθετείται ένα σύστημα καθετήρων το οποίο κατευθύνεται υπό ακτινοσκόπηση, με τη βοήθεια ενός ψηφιακού μηχανήματος μέσα στο αρτηριακό σύστημα του εγκεφάλου και τελικά μέσα στο ανεύρυσμα. Στη συνέχεια μικρά μεταλλικά ελάσματα από πλατίνα τοποθετούνται μέσω του καθετήρα στο ανεύρυσμα αποκλείοντας το από την αιματική κυκλοφορία. Η επέμβαση πραγματοποιείται υπό γενική αναισθησία.