Μια οικογενειακή επιχείρηση 102 ετών, πέντε γενιές υποδηματοποιών με καταγωγή από τη Λεμεσό.
Η Ισμήνη Κατσάλη φτάνει κάθε πρωί στις 8 στο κατάστημα «Λεμήσιος» στην οδό Αμερικής 6. Εδώ, μυρίζει παλιά Αθήνα, καλό γούστο, άνεση και απλότητα. Η Ισμήνη Κατσάλη είναι μια γυναίκα ζωντανή, δημιουργική, με γούστο και φινέτσα. Εργάζεται δώδεκα ώρες την ημέρα. Είναι ο συνδετικός κρίκος ανάμεσα στο εργαστήριο και τις πελάτισσες. Τρίτη γενιά από τις πέντε των συνεχιστών μιας επιχείρησης που επιμένει στο χειροποίητο, τις καινούργιες ιδέες και την προσωπική εξυπηρέτηση. Φέτος, η ακμαία αυτή οικογενειακή επιχείρηση, στην οποία εργάζονται σχεδόν όλα τα μέλη της και παράγει πέντε χιλιάδες παπούτσια το χρόνο και γιορτάζει 102 χρόνια ζωής. Ας ξεκινήσουμε την ιστορία: Στις αρχές του 20ου αιώνα φτάνει από τη Λεμεσό στην Αθήνα ο Νικόλας Γεωργίου, ένας δεκαεξάχρονος, ο οποίος μαθαίνει την τέχνη του υποδηματοποιού. Ανοίγει το πρώτο εργαστήριο στο Μοναστηράκι και αλλάζει το όνομά του σε Λεμήσιος (αυτός που ήρθε από τη Λεμεσό). Αργότερα μετακομίζει στην οδό Κριεζώτου, πιάτσα παπουτσιών εκείνης της εποχής και στη συνέχεια στη Βουκουρεστίου, και στην Ακαδημίας το 1962.
«Τότε δεν υπήρχε τρόπος να φτιάξεις παπούτσια, υπήρχαν μόνο τα χειροποίητα. Φτιάχναμε μόνο γυναικείο παπούτσι, αποκλειστικά», μας λέει η κυρία Κατσάλη. Ισμήνη Κατσάλη «Ο παππούς είχε καλλιτεχνική φύση. Ήταν ονειροπόλος. Ο παππούς του άντρα μου. Ο Νίκος Λεμήσιος. Είχε προσβάσεις και γνωριμίες στα θέατρα και το παπούτσι που έφτιαχνε ήταν πάντα φαντεζί. Στη συνέχεια, ο θείος μας έπιασε περισσότερο το νόημα της εποχής. Μαζί με την αδερφή του την Ελένη κράτησαν την επιχείρηση. Ήταν αυτός που έφτιαξε την μπαλαρίνα. Ο Αλέκος Λεμήσιος. Την εμπνεύστηκε από την Μπριζίτ Μπαρντό. Έβλεπε στις φωτογραφίες των περιοδικών να φορά το παπούτσι της ρυθμικής. Του έκανε κλικ η εικόνα. Ήταν ένα πρωτόφαντο πράγμα στην Ελλάδα. Στο γυμνάσιο θυμάμαι στη δεκαετία του 50 αν δε φορούσες μπαλαρίνα ήσουνα out. Ήταν το παπούτσι που φορούσαν τα κορίτσια στο σχολείο. Έπιασε τη νεολαία με αυτό τον τρόπο. Μετά πήγε το μυαλό του στο μοκασίνι. Μοκασίνια μέχρι τότε υπήρχαν μόνο αντρικά. Το έφτιαξε λοιπόν με λεπτή σόλα. Έφτιαξε παπούτσια για κότερα όλο δέρμα από κάτω, όχι σόλα. Ήταν επικεντρωμένος σε μια παραγωγή διαφορετική από των άλλων.Τότε το «σοβαρό» παπούτσι το είχε ο Μουριάδης.
Ο Πετρίδης είχε το παπούτσι το αιώνιο, να το φοράς για χρόνια. Ο Λεμήσιος ήταν ειδικός στο νεανικό παπούτσι. Προχωρήσαμε ακολουθώντας το ίδιο στιλ. Όλη η οικογένεια μπήκαμε στην επιχείρηση. Και ο άντρας μου και τα παιδιά μου και ο εγγονός μου είναι στο εργαστήριο. Κι ας έχουν σπουδάσει άλλα πράγματα». "Το να φτιάχνεις παπούτσια είναι δημιουργία. Δεν είναι εμπόριο. Το εμπόριο είναι η συνέχεια. Ένα κομμάτι της αλυσίδας αυτής. Ο άντρας μου, ο γιός μου, δεν έχουν σχέση στην ουσία με το μαγαζί, προτιμούν το δημιουργικό κομμάτι.
Η μαγεία του επαγγέλματός μας είναι η έμπνευση. Έχεις έναν ορίζοντα, έχεις μια ιδέα, μπορεί να πετύχει ή όχι. Το ελεύθερο πεδίο να κάνεις ό,τι σου έρθει στο κεφάλι, μπορείς να το κάνεις μόνο σε μια οικογενειακή επιχείρηση. Γιατί αν αποτύχεις θα φτιάξεις κάτι άλλο. Το δύσκολο δεν είναι το να γίνει ένα σχέδιο. Δυσκολία υπάρχει όταν το πόδι είναι δύσκολο, υπάρχει κάποιο πρόβλημα. Να βρεις δηλαδή το σωστό καλαπόδι. Όταν βγει η φόρμα, το πρώτο πατρόν, ξεπεράσεις τη δυσκολία της κατασκευής, τα υπόλοιπα είναι απλά με έναν τρόπο. Το επάνω μέρος του παπουτσιού είναι η δημιουργία.. Στη δουλειά, αυτό που δυσκολεύει με τα χρόνια, είναι το να βρεις καλά υλικά. Αυτός είναι ο φόβος και ο τρόμος".
"Η κρίση δε με αγρίεψε, ούτε στερήθηκα πράγματα. Επειδή έμαθα να είμαι «των ολίγων». Όλα όσα συνέβαιναν ήταν μια υπερβολή. Αν βγει ένα φιρμάνι και πουν ότι για έξι μήνες δε θα αγοράσουμε τίποτα, δε θα λείψει από κανέναν τίποτα. Στενοχωριέμαι όταν ακούω ανθρώπους να λένε ότι έχουν τόσα πράγματα που δεν ξέρουν που να τα βάλουν. Δεν είναι λογικό. Ο γιός μου λέει ότι αν ήταν όλοι σαν εμένα δε θα υπήρχε εμπόριο. Εγώ αγριευόμουν όταν έβλεπα να παίρνουν πέντε ζευγάρια παπούτσια και να τα βάζουν στην κάρτα. Την κάρτα δε σου την χαρίζει κανείς. Είναι δύσκολο να κρίνει κανείς τους ανθρώπους. Είμαστε ευάλωτοι και θέλουμε αυτό που θέλουν και οι άλλοι. Είναι ανθρώπινο αυτό. Έτσι γεννήθηκε η κατανάλωση, αυτό το «έχω και εγώ τη δυνατότητα». Εγώ είμαι της λογικής «να πάρεις ένα».
Να παίρνεις ένα και να το φοράς να το χαίρεσαι. Να πάρεις μια γόβα και να τη φοράς όλη μέρα και στη δουλειά και παντού. Να μην καταλαβαίνεις ότι φοράς παπούτσι". "Η πιο μεγάλη μου πελάτισσα είναι 93 ετών και οι μικρότερες είναι τα εγγόνια και τα δισέγγονα των παλαιών πελατισσών μας. Από τότε που έπεσε το ταμπού «φοράω τακούνια επειδή είμαι κοντή» και όλες οι γυναίκες μπορούν και φορούν φλατ παπούτσια, τα κορίτσια έρχονται εδώ από πολύ μικρά. Πιστεύω όμως, πάνω από όλα το χειροποίητο, είναι αυτό που κάνει τη διαφορά. Η δική μου θεωρία είναι «να φοράς ένα σκέτο παπούτσι και να λέει. Να φοράς ένα πέδιλο και να γυρίζεις όλη την πόλη χωρίς να έχεις πρόβλημα».
Η γυναίκα πρέπει να φορά όλων των ειδών τα παπούτσια. Δε μου αρέσει η μονομέρεια. Απλώς, να ξεχωρίζει που πρέπει να φορά το καθένα. Και να ντύνεται ανάλογα. Η γόβα η εννιάποντη με το τζιν δεν ταιριάζει. Το τζιν, το σπορ ρούχο θέλει χαμηλότερο τακούνι. Το ψηλό τακούνι έχει την ώρα του". "Στη σιλουέτα της γυναίκα νομίζω το παπούτσι που ταιριάζει περισσότερο είναι η γόβα. Είναι η βασίλισσα των παπουτσιών. Αν ανατρέξει κανείς φωτογραφικά ακόμα και σε πολύ ωραίες και κομψές γυναίκες με υπέροχα πόδια φορούν γόβες.
Νομίζω είναι μεγάλη αδικία να φορά μια γυναίκα ένα άσχημο παπούτσι. Το παπούτσι δεν πρέπει να είναι αυτό που προσελκύει πρώτο το μάτι. Είναι το τελευταίο σημείο της σιλουέτας, το φινίρισμα". Magnify Image Φωτογραφία: Μαρίλη Ζάρκου/LIFO Magnify Image