Με την ανώμοτη δήλωση του 17χρονου κατηγορούμενου για το φόνο του Αγγλοκύπριου Μάικλ Άντονυ Λούης Μηνά, 22 χρόνων, που διαπράχθηκε τα ξημερώματα της Κυριακής 16 Νοεμβρίου 2014 στην περιοχή Μακένζη στη Λάρνακα, συνεχίστηκε σήμερα η εκδίκαση της υπόθεσης ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου στη Λάρνακα.
Στην ανώμοτη δήλωση, την οποία ανέγνωσε από το εδώλιο του κατηγορουμένου, ο 17χρονος ανέφερε ότι «γι’ αυτό που έγινε έκλαψα πικρά και νοιώθω πολύ άσχημα”, προσθέτοντας ότι δεν ήθελε να πεθάνει ο Μάικλ και ότι υποφέρει από τύψεις.
Ανέφερε επίσης ότι ο δικηγόρος τού έδειξε τις φωτογραφίες που πήρε η Αστυνομία στη σκηνή του φόνου και στο νεκροτομείο και κάθε νύχτα βλέπει τον Μάικλ στον ύπνο του. “Δυστυχώς δεν μπορώ να φέρω το χρόνο πίσω, μακάρι να μπορούσα», είπε.
Ο 17χρονος περιέγραψε τις σχέσεις που είχε με το Μάικλ από την ηλικία των 12 – 13 χρόνων, ότι έκαναν «παρέα και ναρκωτικά μαζί», ότι ο ίδιος ξεκίνησε αρχικά με «χόρτο και πολύ γρήγορα μέσα σε 2-3 μήνες έμαθε με τα σκληρά ναρκωτικά, MDMA, κοκαΐνη, Crystal meth - γνωστό ως Crystal Ice και κρακ» ενώ μαζί κατανάλωνε και αλκοόλ. Ανέφερε ακόμα ότι αρχικά δεν πλήρωνε τίποτε για τα ναρκωτικά που χρησιμοποιούσε, στη συνέχεια ξεκίνησε να κλέβει για να βρίσκει χρήματα, ενώ αναγκάστηκε να παίρνει ναρκωτικά από διάφορους εμπόρους στους οποίους χρωστούσε πολλά χρήματα με αποτέλεσμα να τον απειλούν.
Στην ανώμοτη δήλωσή του αναφέρθηκε στα αποτελέσματα της χρήσης των ναρκωτικών ότι δηλαδή «κατάληξα στο ψυχιατρείο 4 φορές, μπήκα φυλακή γιατί έκλεβα για να βρω λεφτά να ξεχρεώσω, μάλωνα με την οικογένεια μου, έκρουσα το σπίτι μου, έπαθα πολλά, Όσες φορές προσπάθησα να ξεκόψω, δεν τα κατάφερα, πάντα είχα μέσα μου ένα κέρβερο που με έτρωγε».
Πρόσθεσε ακόμα ότι τα τελευταία 1-2 χρόνια συνήθιζε να φέρει πάνω του μαχαίρι γιατί ένοιωθε συνέχεια κίνδυνο για τη ζωή του μετά από ένα περιστατικό που σημειώθηκε το καλοκαίρι του 2013.
Αναφερόμενος στην «παρεξήγηση», όπως τη χαρακτήρισε, με τον 22χρονο, είπε ότι αυτή ξεκίνησε όταν άρχισε να έχει σχέσεις με την πρώην φίλη του, αλλά ο Μάικλ «ήθελε να τα ξαναβρούν και να πάνε μαζί Αμερική», ότι την απειλούσε τηλεφωνικά, ότι την ζήλευε, την καταδίωκε και την παρακολουθούσε με το αυτοκίνητό του.
Για το περιστατικό της 14ης Νοεμβρίου 2014, ο 17χρονος είπε πως η κοπέλα του τον μετέφερε στην Αστυνομική Διεύθυνση Λάρνακας για δική του υπόθεση και ενώ περίμενε στο αυτοκίνητο αυτή δέχθηκε εξύβριση από τον 22χρονο. Από τη συνομιλία που είχε μαζί της ο 17χρονος κατάλαβε ότι «ξεκίνησε να έχει πρόβλημα και μαζί μου εμένα προσωπικά ο Μάικ και ήθελα να λυθεί η παρεξήγηση, να ξεκαθαρίσει η κουβέντα και δεν εννοώ να σκοτώσω, δεν ήθελα να έχει έτσι κατάληξη».
Όσον αφορά το Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014, ο ανήλικος είπε πως «έκαμα πολλά ναρκωτικά εκείνη τη μέρα, που έγινε το κακό», δηλαδή ξεκίνησε «από την ώρα που ξύπνησα, ήπια κοκαΐνη νοθευμένη με αμφεταμίνες, έκαμα Crystal καπνιστό στη λάμπα, δηλαδή κρακ, κάπνιζα χασίσι και έπινα μπύρες». Πρόσθεσε ότι μετά τα μεσάνυχτα με δύο φίλους του γύριζαν με το αυτοκίνητο στη Λάρνακα όταν γύρω στις 04.30 ξημερώματα της Κυριακής 16 Νοεμβρίου σταμάτησαν σε ένα πάρκο κοντά στο σπίτι του 22χρονου.
Σε κάποια στιγμή είδε τον 22χρονο να βγαίνει από το αυτοκίνητό του το οποίο στάθμευσε κάτω από την πολυκατοικία όπου διέμενε και πήγε να τον βρει, ξέροντας ότι εκεί κοντά ήταν οι δύο φίλοι του και θα τον βοηθούσαν εάν ζητούσε βοήθεια. Ανέφερε επίσης ότι κρατούσε μαχαίρι “εάν χρειαζόταν να τον τραυματίσω, δεν σκέφτηκα να τον σκοτώσω, δεν ήθελα να έχει έτσι κατάληξη».
Περιγράφοντας τον τρόπο με τον οποίο έγινε ο φόνος, ο 17χρονος είπε πως πλησίασε τον 22χρονο, του φώναξε και αυτός ανταπάντησε, άρχισε να περπατά προς το μέρος του και αντελήφθηκε ότι κρατούσε κάτι στα χέρια του που έμοιαζε με λεπίδα. Υποψιαζόμενος ότι θα τον τραυμάτιζε, κινήθηκε για να καρφώσει το μαχαίρι ψηλά στον ώμο του 22χρονου και να τραπεί σε φυγή, όπως είπε.
“Έσκυψε, έχασε την ισορροπία του την ώρα που έκοψα τη μαχαιριά του, πρέπει και μπήκε μες το λαιμό του,” συνέχισε, λέγοντας ότι πανικοβλήθηκε και έτρεξε να φύγει από τη σκηνή. “Δεν ήξερα πώς να αντιδράσω, έγιναν όλα πολύ γρήγορα και ενστικτωδώς, φοβήθηκα ότι σκότωσα τον Μάικ. Πανικοβλήθηκα και σοκαρίστηκα, δεν ήθελα να γίνω φονιάς».
Ο 17χρονος ανέφερε στη συνέχεια ότι πήγε σπίτι του και έκρυψε το μαχαίρι που χρησιμοποίησε και τα ρούχα που φορούσε, ότι το πρωί τον πήρε τηλέφωνο ο δικηγόρος του και του ζήτησε να συνεργαστεί με την Αστυνομία και όπως είπε «συνεργάστηκα αμέσως, πήρα το μαχαίρι και τους το έδωσα και τα ρούχα».