Παντελώς αβάσιμους και αναληθείς χαρακτηρίζουν οι Εισαγγελείς της Δημοκρατίας τους ισχυρισμούς ότι αποφάσισαν να επιληφθούν του ανακριτικού φακέλου της Αστυνομίας με τις καταγγελίες εναντίον του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα Ρίκκου Ερωτοκρίτου, κατόπιν απειλών που δέχθηκαν για λήψη πειθαρχικών μέτρων εναντίον τους από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, καθώς και ότι ο φάκελος δεν έτυχε αντικειμενικής και αμερόληπτης εξέτασης.
Τονίζουν παράλληλα οι ισχυρισμοί εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα ήταν αβάσιμοι και ατεκμηρίωτοι.
Αυτούσια η ανακοίνωση των εισαγγελέων
Τις τελευταίες ημέρες, η απόφαση των Εισαγγελέων της Δημοκρατίας, οι οποίοι υπηρετούν στην αμέσως μετά τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ανώτατη θέση της ιεραρχίας της Νομικής Υπηρεσίας, που αφορούσε το θέμα των καταγγελιών του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, βρέθηκε στο επίκεντρο δημόσιας συζήτησης.
Σκοπός της παρούσας ανακοίνωσής μας δεν είναι να εμπλακούμε στη δημόσια αυτή συζήτηση, ούτε σε δημόσιο διάλογο ή αντιπαράθεση επί των ενεργειών και των αποφάσεών μας.
Επειδή, όμως, είδαν το φως της δημοσιότητας αναφορές ότι οι Εισαγγελείς της Δημοκρατίας, αποφάσισαν να επιληφθούν του ανακριτικού φακέλου της Αστυνομίας κατόπιν απειλών που δέχθηκαν για λήψη πειθαρχικών μέτρων εναντίον τους από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και ότι ο φάκελος δεν έτυχε αντικειμενικής και αμερόληπτης εξέτασης, αναφορές που μας πλήττουν ως λειτουργούς της δικαιοσύνης, επιθυμούμε να δηλώσουμε ότι οι ισχυρισμοί αυτοί είναι παντελώς αβάσιμοι και αναληθείς.
Αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε τις καθόλα νόμιμες οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα, στην απουσία οποιασδήποτε νομικά/συνταγματικά προσφερόμενης εναλλακτικής λύσης και θεωρήσαμε ότι είχαμε υποχρέωση και καθήκον να τις εκτελέσουμε.
Το πράξαμε με πάσα αμεροληψία και αντικειμενικότητα, συναισθανόμενοι πλήρως το βάρος της ευθύνης που μας βάραινε, αλλά και την ιδιάζουσα κατάσταση, στην οποία βρεθήκαμε, δεδομένου ότι ο καταγγέλλων ήταν ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας και οι καταγγελίες στρέφονταν εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα και άλλων προσώπων.
Απόδειξη τούτου είναι, μεταξύ άλλων, η αυτοεξαίρεση δύο εκ των Εισαγγελέων λόγω του γεγονότος ότι είχαν δώσει κατάθεση στην εν λόγω υπόθεση και είχαν ιδία γνώση κάποιων εκ των γεγονότων.
Η κατάληξή μας ότι οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί ήταν αβάσιμοι και ατεκμηρίωτοι, ήταν απόρροια της αντικειμενικής μας κρίσης στη βάση του συνόλου του μαρτυρικού υλικού που τέθηκε ενώπιον μας, από το οποίο δεν προέκυπτε ίχνος μαρτυρίας που να δικαιολογούσε την περαιτέρω διερεύνηση της υπόθεσης.
Σημειώνεται ότι η Αστυνομία, στην έκθεσή της, με την οποία ζητούσε από τον Γενικό Εισαγγελέα νομική συμβουλή σε σχέση με πιθανές περαιτέρω ενέργειες, κατέληγε και η ίδια στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά σε οποιοδήποτε αντάλλαγμα ή ωφέλημα, το οποίο να εδόθη από ή σε οποιοδήποτε πρόσωπο.
Πιστεύουμε ότι, η εκτέλεση εκ μέρους μας των οδηγιών του Γενικού Εισαγγελέα, όχι μόνο δεν έπληξε το κύρος της Νομικής Υπηρεσίας, αλλά συνέτεινε στο να το διασώσει, αποδεικνύοντας ότι εκτελούμε στο ακέραιο το καθήκον μας υπό αντίξοες και απαράδεκτες συνθήκες, υπό τις οποίες εδώ και αρκετό καιρό όλοι οι Λειτουργοί της Νομικής Υπηρεσίας αναγκάστηκαν να λειτουργούν.