Θέλουν να με εξευτελίσουν λέει ο διάσημος ηθοποιός σε επιστολή του. Διαβάστε τη!
Με επιστολή που απέστειλε στο ελληνικό site newpost.gr ο Γιώργος Κιμούλης κάνει λόγο για προσπάθεια «δημόσιου εξευτελισμού», «κατασκευασμένων θεαμάτων», «άγριου βιασμού εις βάρος του».
Αγαπητοί μου φίλοι,
μετά από αυτήν την προσπάθεια «δημόσιου εξευτελισμού» μου, που δεν αποκλείεται να έδωσε χαρά σε αρκετούς, αναγκάζομαι με τη σειρά μου να δώσω κι εγώ μία απάντηση. Οι κατασταλτικές δυνάμεις δεν εμποδίζουν πλέον τους ανθρώπους να εκφραστούν, αλλά αντιθέτως τους αναγκάζουν να εκφράζονται. Παρόλο που είναι αναξιοπρεπές, να μιλάς για τον εαυτό σου, πιστεύω πως πρέπει να το κάνω, γιατί και η προβοκάτσια έχει τα όριά της. Είναι άγριος βιασμός, όταν αναγκάζεσαι να γνωστοποιήσεις τα εν οίκω εν δήμω. Ξέρω πως τους φίλους δε χρειάζεται να τους πείσω και τους εχθρούς δεν μπορώ. Τους αγνώστους όμως;
Παρακολουθούσα ένα ολόκληρο σαββατοκύριακο το σήριαλ της υποτιθέμενης εξαφάνισής μου, επειδή με κυνηγούσε η αστυνομία για οφειλή μου στο δημόσιο. Ένα ερασιτεχνικό άθλια κατασκευασμένο θέαμα με εμένα πρωταγωνιστή. Η κλασσική πλέον «μονταρισμένη αλήθεια», χρησιμοποιώντας τον δήθεν αναγκαίο συνοπτικό δημοσιογραφικό λόγο, όπου η υποτιθέμενη πραγματικότητα παρουσιάζεται με τίτλους τύπου «άφαντος», «καταζητείται», «χρέη στο δημόσιο» κ.λ.π., δημιουργεί ένα «συνολικό ψέμα». Ακολουθώντας κι εγώ την κάθοδο του εξευτελιστικού θεάματος παρουσιάζω, όσες σκηνές δεν είδε το, κατά τη γνώμη τους, φιλοθεάμων κοινό, όσα «πλάνα κόπηκαν» ή με λίγα λόγια το «πίσω απ’ τις κάμερες».
Σχετικά με την οφειλή μου: Ανήκω στην ομάδα των επιχειρηματιών της πραγματικής οικονομίας, που αναγκάστηκαν να επιχειρήσουν χωρίς μίζες και μακριά από τις κρατικοδίαιτες παρέες. Η περίφημη οφειλή μου στο δημόσιο ήταν ένα ποσόν, το οποίο με τις γνωστές προσαυξήσεις έφτασε σ’ ένα ύψος, που μου ήταν αδύνατον να το αντιμετωπίσω με μία εφάπαξ καταβολή, δεδομένου ότι δεν διατηρώ προσωπικούς λογαριασμούς εδώ ή στο εξωτερικό, ούτε διαθέτω αντίστοιχη ακίνητη περιουσία. Το ποσόν αυτό διακριβώθηκε κατόπιν δικών μου δηλώσεων προς τις αρμόδιες οικονομικές αρχές, με άλλα λόγια δεν απέκρυψα ποτέ από το Κράτος τις οικονομικές μου συναλλαγές στο σύνολό τους. Άρα ποτέ δεν υπήρξα φοροφυγάς, όπως πολλοί πρόλαβαν και έγραψαν. Η πηγή της οφειλής εντοπίζεται στη δραστηριότητά μου ως θεατρικού επιχειρηματία και όχι σε έσοδα μισθωτής εργασίας. Δηλαδή, η οφειλή μου αυτή είναι «ζημιές» από τη λειτουργία δύο θεατρικών σκηνών επί 12 χρόνια και από θεατρικές περιοδείες μιας δεκαπενταετίας, δηλαδή μιας δραστηριότητας μεγάλου κύκλου εργασιών που, αν μη τι άλλο, απασχόλησε εκατοντάδες ηθοποιών και τεχνικών. Η σκέψη ότι το ποσόν της οφειλής αντιστοιχεί σε πενταπλάσια κέρδη δεν εφαρμόζεται στην περίπτωσή μου.
Αντιθέτως, η ικανοποίηση της οφειλής είναι μία κοπιώδης διαδικασία, την οποία ακολουθώ σε συνεργασία με τις φορολογικές αρχές, μιας και ήταν πάγια τακτική μου να προσπαθώ να πληρώνω πρώτα τους εργαζόμενους (έστω κι αν μερικές φορές δεν κατόρθωνα να είμαι εμπρόθεσμος) και μετά τις προσωπικές μου υποχρεώσεις (Εφορία, ΙΚΑ). Τι έγινε λοιπόν; Κατέπεσε μία «ρύθμιση». Είχα κάνει διακανονισμό, όπως εκατομμύρια έλληνες, δεν μπόρεσα να τον ακολουθήσω και πριν από ένα μήνα περίπου, επισκέφτηκα προσωπικά την εφορία μου για να κάνω έναν καινούργιο διακανονισμό. Συμφώνησα πως μέσα σ’ ένα δεκαπενθήμερο θα προσπαθήσω να συγκεντρώσω το ποσόν της πρώτης δόσης του νέου διακανονισμού. Δεν πέρασε όμως ούτε μία βδομάδα και το μεσημέρι της Παρασκευής έμαθα από την τηλεόραση, πως με κυνηγάει η αστυνομία και ο οικονομικός εισαγγελέας. Κατάλαβα, πως το θέαμα του κανιβαλισμού ξεκίνησε.
Σχετικά με την εξαφάνισή μου: Δεν ήμουν άφαντος, κρυμμένος, εξαφανισμένος ή χαμένος, όπως κάποια έντυπα ή blogs με παρουσίασαν. Όποιος ήθελε να μου μιλήσει ή να με δει, μπορούσε να με βρει ή στο σπίτι μου, σε μία καθόλου άγνωστη διεύθυνση για τις αρχές ή στο τηλέφωνό μου, πράγμα που ΚΑΝΕΝΑΣ απ’ όσους με «εμφάνιζαν» ως εξαφανισμένο, δεν το έκανε. Επέλεξα να μείνω σπίτι μου, αλλά να μη δοθούν οι παραστάσεις το σαββατοκύριακο, αφού ακόμη και να είχα όλο το ποσόν, που έπρεπε να δώσω, δε θα μπορούσα να το δώσω πουθενά. Όλες οι υπηρεσίες ως γνωστόν το Σάββατο και την Κυριακή αργούν. Ή μήπως δεν το ήξεραν αυτό οι καταγγέλλοντες; Το μόνο που θα κατόρθωνα ήταν να δώσω την άγρια χαρά της αναμονής ενός πλάνου ή μιας φωτογραφίας του εαυτού μου με χειροπέδες. Όσο κι αν «αγαπάω» τους εγχώριους κατασκευαστές ρωμαϊκών θεαμάτων, δεν υπήρχε περίπτωση να τους κάνω τη χάρη. Τους ζητώ συγγνώμη και θα ήθελα να τους πω, πως δεν αποκλείεται, όπως είναι πλέον τα πράγματα, να έχουν κι άλλες ευκαιρίες.
Προσπάθησα με μεγάλη δυσκολία μέσα σε δύο μέρες να βρω το ποσόν, που έπρεπε να δώσω. Τα κατάφερα χάρη στη βοήθεια κάποιων φίλων. Τους ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ μέσα απ’ την καρδιά μου, όπως επίσης ευχαριστώ και όσους «φίλους» μου έστρεψαν την πλάτη, επιδέξια ή μη, υπενθυμίζοντάς τους το γνωστό ποίημα, που τελειώνει με το στίχο: «μετά ήρθαν να συλλάβουν εμένα, αλλά δεν υπήρχε πια κανείς να αντισταθεί μαζί μου»
Σχετικά με την περιουσία μου, ώστε να ολοκληρώσω μ’ αυτόν τον τρόπο τον θεαματικό εξευτελισμό μου. Έχω διαβάσει κατά καιρούς, όσα δεν περιγράφονται. Για να ξεκαθαρίζουμε κάποια πράγματα και να βρουν άλλη πόρτα να γκρεμίσουν. Η δική μου είναι γκρεμισμένη εδώ και χρόνια. Όσο κι αν θεωρώ κακόγουστη τη αυτοδιαφημιζόμενη, λόγω της κρίσης, τάση της εικόνας του πτωχού καλλιτέχνη, αναγκάζομαι να δηλώσω, (το Ε9 μου είναι στη διάθεση όσων λασπολογούν), πως μένω σε ενοικιασμένο διαμέρισμα και τα μόνα περιουσιακά μου στοιχεία είναι ένα αυτοκίνητο 18 ετών, μία μοτοσυκλέτα 15 ετών και ένα οικόπεδο ούτε ενός στρέμματος, το οποίο μάλιστα είναι προσημειωμένο για ένα τραπεζικό δάνειο, το οποίο χρειάστηκα να πάρω για να πληρώσω τους συνεργάτες μίας αποτυχημένης εμπορικά παράστασής μου. Όσα χρήματα έχω βγάλει, τα έχω επιστρέψει όλα στο θέατρο, παράγοντας έργα ιδίοις εξόδοις, μιας και δεν έχω πάρει ποτέ ούτε μία δραχμή, ούτε ένα ευρώ από το κράτος.
Δεν υπήρξα ποτέ επιχορηγούμενος κάποιας κυβέρνησης καθαρά για λόγους ιδεολογικούς, χωρίς αυτό να σημαίνει πως κατηγορώ, όσους ήταν, αλλά χωρίς βεβαίως και να ξεχνώ, πως οι επιχορηγήσεις θα ήσαν ούτως ή άλλως μεγαλύτερες των οφειλών μου. Ουδέποτε όμως υπήρξα κρατικοδίαιτος! Όπως επίσης ουδέποτε υπήρξα διαπλεκόμενος σε πολιτικά, κοινωνικά ή κοσμικά παιχνίδια, παρ’ όλο που μπορεί να θεωρηθεί φυσικό από κάποιους, λόγω του γάμου μου με πολιτικό της «πρώτης γραμμής». Πάντα διατηρούσα τις αποστάσεις μου απ’ αυτό, που πολλές φορές έχω χαρακτηρίσει «πολιτική καμαρίλα». Κι αυτό το γνωρίζουν καλά, όσοι προσπάθησαν να με «πλησιάσουν» περισσότερο. Άρα αυτοί που θέλουν να χτυπήσουν εμένα, ας αφήσουν ήσυχη την κα Δαμανάκη και αυτοί που θέλουν να χτυπήσουν εκείνη, ας αφήσουν ήσυχο εμένα. Δεν έχω καμία ιδεολογικοπολιτική ή κοινωνική σχέση μαζί της, πέραν του οφειλόμενου, όσο ζω, σεβασμού μου, ως μητέρα του παιδιού μου. Έχω πει κι άλλες φορές πως όποιος ξέρει κάτι αντίθετο (συγκεκριμένο όχι γενικόλογες υβριστικές λασπολογίες) ας μιλήσει, αλλιώς να σωπάσει για πάντα.
Δε φταίω εγώ αν κάποιοι δεν μπορούν να καταλάβουν πως γίνεται να λειτουργεί κάποιος αντισυστημικά, να παρουσιάζει τόσα χρόνια ρεπερτόριο, που μόνο ένα κρατικό θέατρο μπορεί να παρουσιάσει και να κάνει αρκετές φορές επιτυχίες. Τι να κάνουμε; Γίνεται. Ίσως ήμουν τυχερός, ίσως ήμουν πιο χαλκέντερος. Δεν με πέταξαν εύκολα, όπως πολλούς, πιο ευαίσθητους, της γενιάς μου, που τους έστειλαν στο περιθώριο και την απόγνωση. Τώρα οι θεατές έχουν δει απ’ όλες της γωνίες λήψης το εξευτελιστικό θέαμα. Αγαπητοί φίλοι, το πιο επικίνδυνο απ’ όλα είναι η πλήρης μετατροπή των δημόσιων πράξεων σε θέαμα. Υπάρχει ένας καθημερινός κατακλυσμός από ένα πλεόνασμα πληροφόρησης, επικοινωνίας και έκφρασης. Εδώ και χρόνια η συσσώρευση κεφαλαίου έχει μετατραπεί σε εικόνα. Ο τρόπος που καθοδηγούν τα σύγχρονα μέσα σήμερα, δεν κάνουν τον πολίτη ούτε ενεργό ούτε παθητικό. Το κάνουν απορροφημένο. Τον καλούν συνεχώς να συμμετέχει, δηλώνοντας και καταθέτοντας την άποψή του σε θέματα όμως, που το ίδιο το σύστημα αποφασίζει. Έτσι ο πολίτης νιώθει πως ενεργεί συμμετέχοντας, αλλά στην ουσία καθοδηγείται κι έτσι απομακρύνεται από αυτά που θα έπρεπε να τον απασχολούν. Στη δική μου περίπτωση τι ακριβώς έχει γίνει;
Δεν κατάφερα να είμαι εμπρόθεσμος. Εφόσον αυτό συνέβη έπρεπε, αναμφίβολα να ελεγχθεί. Πώς όμως; Εκεί βρίσκεται η παθογενής γκρίζα περιοχή: «ορθή» νομιμότητα από τη μία – θεαματική καταστολή ή κατασταλτικό θέαμα από την άλλη. Η παθογένεια δεν εντοπίζεται στο μηχανισμό επαναφοράς του πολίτηστην «ομαλή» του συνομιλία με το κράτος δια των «ψύχραιμων» κανόνων δικαίου. Εντοπίζεται στο μετασχηματισμό της επιβεβλημένης αυτής λειτουργίας σεμηχανισμό ασύμμετρης καταστολής. Στον μηχανισμό αυτόν μετέχουν, αυτοτελώς αλλά και συνεργαζόμενοι παράλληλα, οι εξής δύο παράγοντες: η αυστηροποιημένη στάση των αρχών και όλη η κοινωνία του θεάματος. Ο κάθε παράγων επιδιώκει ίδιον όφελος. Οι αρχές εντέλλονται να εισπράξουν κατά τοδυνατόν περισσότερα και αμέσως. Επειδή όμως η αμφισβήτηση είναι καθολική, προσπαθούν να αποδεικνύουν πάντοτε πως κάνουν τη δουλειά τους και,κυρίως, δεν χαρίζονται. Με ποιον τρόπο θα το κατορθώσουν αυτό; Με το καλύτερο εργαλείο τους: τα ΜΜΕ.
Από την άλλη τα ΜΜΕ οφείλουν την ύπαρξή τους, άρα και το κέρδος τους, στην ταύτιση του θεατή τους με το θέαμα. Τα δύο αυτά συγκοινωνούντα δοχεία δεν έχουν άλλο στόχο πέραν του εγκλεισμού κάθε συνείδησης μέσα σε μία θεαματική εμμονή. Έτσι, η ελεγκτική αρχή μετατρέπει τα ΜΜΕ σε δικαστικούς επιμελητές. Καλεί μ’ αυτόν τον τρόπο τον ελεγχόμενο, ώστε να επικυρώσει την ορθότητα των ενεργειών της και βεβαίως να παραδειγματίσει. Με τη σειρά τους τα ΜΜΕ αποκτούν ανέξοδο και «καυτό» θέμα. Τα ΜΜΕ δεν καθρεφτίζουν καμία πραγματικότητα ερμηνεύουν και παρουσιάζουν την πραγματικότητα μέσα σ’ ένα πλαίσιο, που μετατρέπει το υποκείμενο σε αντικείμενο του ίδιου του του εαυτού, ώστε αυτό να άγεται και να φέρεται χωρίς δική του βούληση. Ο θεατής γίνεται ο ίδιος μέρος ενός θεάματος, που το σκηνοθετούν άλλοι. Στις μέρες μας, η πλειοψηφία των θεατών δεν πρέπει με τίποτα να απολέσει την ταυτότητα του Χρεωμένου. Πρέπει να αισθάνεται συνεχώς ότι οφείλει. Μόνον έτσι μπορεί να ταυτιστεί μ’ ένα κράτος, που χρωστά και που για να κατορθώσει να είναι «εμπρόθεσμο» στις υποχρεώσεις του προς τους δανειστές του, αναγκάζεται (;) να επιβάλλει όλο και πιο αυστηρά και σκληρά μέτρα. Ο μοναδικός τρόπος για να συντηρείται αυτή η κατάσταση είναι να προστεθεί στον χαρακτηρισμό του Χρεωμένου πολίτη, η διαρκής υποψία του κλέφτη. Κάθε Χρεωμένος είναι εν δυνάμει Απατεώνας. Εξ’ ου και το απροσδιόριστο (υποτίθεται αθώο) μπέρδεμα μεταξύ οφειλέτη του δημοσίου και φοροφυγά.
Η επίδειξη της εξουσίας, που διατυμπανίζει «δείτε πως φερόμαστε σε όλους», δεν κρύβει μία ισονομία. Δεν κρύβει μία προσπάθεια να βρεθούν και να αναθεματιστούν οι υπαίτιοι. Δεν κρύβει μία σκέψη, η οποία διατρανώνει με τον πιο αυστηρό τρόπο, πως πρωτίστως τα «συμβολιικά είδωλα» κάθε είδουςπρέπει, εφόσον φέρονται να οφείλουν, να τιμωρούνται. Δεν κρύβει τη φράση «όλοι ίδιοι είναι μπροστά στο νόμο», αλλά κρύβει τη φράση «όλοι ίδιοι είστε – δυνάμει συλληφθέντες και διαπομπευμένοι». Μέσα σ’ αυτό το κλίμα είναι δύσκολο οι θεατές αυτού του θεάματος να σκεφτούν, πως αν το κυρίαρχο σύστημααντιμετωπίζει σκληρά τους «επωνύμους», δεν το κάνει επειδή προτίθεται να αντιμετωπίσει με κατανόηση τους «ανωνύμους».
Αντιθέτως σ’ αυτούς τα περιθώρια της αυθαιρεσίας είναι απεριόριστα. Ο Κάφκα έχει εγκατασταθεί σπίτι μας. Το θέαμα έχει καταστεί ιερό, με την έννοια ότι συγκεντρώνει μέσα του το σύνολο των συνθηκών υποταγής που είναι αναγκαίο για τη σύγχρονη κοινωνία. Ως προς το άτομό μου, επειδή ουδέποτε υπήρξα απατεώνας, ώστε να λειτουργήσει ο εκφοβισμός να χαρακτηριστώ έτσι, θα συνεχίσω να παίρνω θέση, δηλώνοντας δημοσίως τις σκέψεις μου, όπως πιστεύω πως οφείλω, έστω κι αν αυτό ενοχλεί κάποιους. Ευχαριστώ για τη δυνατότητα αυτής της εξήγησης, αλλά δεν ευχαριστώ καθόλου για τον εξαναγκασμό να τη δώσω.
Γιώργος Κιμούλης