Πώς ο Π. Πιλάλης από υπάλληλος πίσω από τις κάμερες έγινε ένας από τους πιο αγαπητούς Κύπριους ηθοποιούς.
Η επιτυχημένη σειρά του ΣΙΓΜΑ «Επτά ουρανοί και σύννεφα αλήτες» μάς ταξίδεψε τις ημέρες αυτές μέχρι και τη Σμύρνη. Οικοδεσπότης μας ήταν ο Πανίκος Πιλάλης, που αναζητούσε εκεί τον «πατέρα» του. Ένας από τους λίγους Κύπριους ηθοποιούς που μπαίνει εδώ και χρόνια, σχεδόν καθημερινά στο σπίτι μας μέσα από τις αγαπημένες σειρές «Οι Τάκκοι», «Ζωή ποδήλατο» και «Φόντο κόκκινο» και το σίγουρο είναι ότι μάς έχει γίνει τόσο οικείος. Στ’ αλήθεια, όμως, τι ξέρουμε γι’ αυτόν;
Πανίκο, πώς άρχισε για σένα το 2013;
Συνέχισε την πορεία του προηγούμενου χρόνου, αλλά ελπίζουμε να αλλάξει προς το καλύτερο. Παρόλο που πάντα ήμουν θετικός άνθρωπος και έδινα έμφαση στο τώρα, όπως έχουν έρθει τα πράγματα αναγκάζομαι να βλέπω πιο μακριά. Δεν έχεις άλλη επιλογή, ιδιαίτερα όταν έχεις οικογένεια και παιδιά. Δεν υπάρχει πλέον τίποτα σίγουρο και τίποτα δεδομένο.
Είσαι, όμως, ένας επιτυχημένος ηθοποιός που από το 2003 είσαι σχεδόν καθημερινά σε κάθε σπίτι.
Αυτό είναι το θετικό. Δηλαδή ακόμη και μετά από αρκετά χρόνια που εμφανίζομαι σε σειρές, οι οποίες προβάλλονται σχεδόν καθημερινά αν λάβει κανείς υπόψη και τις επαναλήψεις, παίρνω θετικά σχόλια από τον κόσμο, παρόλο που φοβόμουν ότι ίσως κουραστούν να με παρακολουθούν.
Και να σκεφτεί κανείς ότι αυτή η καριέρα ξεκίνησε κάπως ανορθόδοξα...
Ναι, αλλά δεν ήταν όλα ρόδινα. Για έξι χρόνια ήμουν floor manager στο ΣΙΓΜΑ, πίσω δηλαδή από τις κάμερες, και σιγά-σιγά με ενθάρρυναν να ασχοληθώ με την υποκριτική, με ρόλους σε σειρές, μέχρι που έβαλα σκοπό να μάθω αυτή την τέχνη. Αφιέρωσα τρία χρόνια μαθαίνοντας υποκριτική, τρία χρόνια αρκετά δύσκολα για μένα, διότι πηγαινοερχόμουν από τη Λάρνακα στη Λευκωσία, εργαζόμουν και παράλληλα φοιτούσα και στη σχολή, ενώ ήμουν και παντρεμένος. Ξεκινούσα από τις επτά το πρωί και επέστρεφα στο σπίτι τα μεσάνυχτα. Δεν ήξερα αν όλο αυτό θα οδηγούσε κάπου, αλλά πάντα υποστηρίζω ότι όλα όσα μαθαίνουμε, είναι για το καλό μας, αποδεικνύονται χρήσιμα.
Τελικά δεν ήταν μόνο χρήσιμο, αλλά φαίνεται ότι αγάπησες την υποκριτική.
Ναι, έτσι είναι. Η κάθε μέρα σού προσφέρει κάτι καινούργιο. Δεν παγιδεύεσαι σε μια ρουτίνα και σε μαθαίνει πολλά για τον εαυτό σου, που ίσως να μην τα ανακάλυπτες ποτέ. Πολλές φορές βιώνω καταστάσεις και συναισθήματα στις σειρές που στην προσωπική μου ζωή δεν υπάρχει περίπτωση να τα ζήσω, ούτε φαντάστηκα ποτέ να τα έκανα. Αυτά όμως σε φέρνουν αντιμέτωπο με απόψεις του εαυτού σου, τα όριά σου και άλλα πολλά που ενέχουν ενδιαφέρον να τα δεις, να τα ψηλαφίσεις, να προβληματιστείς.
Πολλοί ρόλοι σε παρουσιάζουν ως το «λαϊκό» παιδί. Υπάρχει κάποιο άλλο είδος χαρακτήρα που θα ήθελες να υποδυθείς;
Θα ήθελα να υποδυθώ ένα ρόλο πολύ διαφορετικό από όσα έχω κάνει, που θα ήταν μεγαλύτερη πρόκληση για μένα. Δεν με ενοχλεί να αλλοιώσω την εξωτερική μου εμφάνιση χάριν ενός ρόλου. Επίσης, με ενδιαφέρουν ρόλοι σε σειρές εποχής.
Είχες στήριξη από τους άλλους ηθοποιούς ή έχεις νιώσει outsider;
Τον πρώτο χρόνο ένιωσα outsider, δικαιολογημένα ίσως, διότι προτού τελειώσω το τρίτο έτος της υποκριτικής, μου δόθηκε ένας από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους στη σειρά «Οι Τάκκοι». Το γεγονός αυτό για μερικούς ίσως να ήταν παράξενο, από τη στιγμή που ήμουν άπειρος. Τότε ένιωθα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, ότι δεχόμουν πισώπλατες μαχαιριές. Όμως οφείλω και πολλά σε κάποιους ανθρώπους που με στήριξαν και ιδίως στον Δημήτρη Τοκαρή, στον Ντίνο Οδυσσέως και τον Άντη Χατζηκωστή. Πίστεψαν σε μένα, με ενθάρρυναν και περίμεναν ότι θα τους έβγαζα ασπροπρόσωπους. Γενικά όμως είχα πάντα και έχω καλές σχέσεις με όλους όσοι συνεργάζομαι.
Παλαιότερα έκανες και θέατρο. Ήταν κάτι που σου άρεσε περισσότερο σε σχέση με τη μικρή οθόνη;
Είναι μια διαφορετική εμπειρία. Στο θέατρο, όσο διαρκεί η παράσταση έχεις αμεσότητα με το κοινό.
Αυτό που κάνω εκείνη την ώρα, κρίνεται εκείνη την ώρα και νιώθω τον παλμό του κοινού. Ξέρεις από εκείνη τη στιγμή αν αυτό που κάνεις αρέσει ή όχι. Στην τηλεόραση, οι αντιδράσεις και η κριτική έρχονται αφότου προβληθούν κάποια επεισόδια.
Θα ήθελες να ξανακάνεις θέατρο;
Ναι, σίγουρα. Ήδη κάνω κάποιες κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά τίποτα δεν είναι σίγουρο προς το παρόν.
Είσαι άτομο που κυνηγά τις νέες δουλειές ή αφήνεις να έρθουν οι δουλειές σε σένα;
Μέχρι πέρυσι τις άφηνα να έρθουν. Τώρα έχουν αλλάξει τα πράγματα. Οι ηθοποιοί είναι περισσότεροι, οι σειρές με την οικονομική κρίση μειώνονται, προσλαμβάνονται άτομα με πολύ πιο χαμηλούς μισθούς, έτσι πλέον δεν υπάρχει τίποτα σίγουρο.
Πώς αντιμετωπίζεις την αναγνωρισιμότητα;
Με χαιρετούν άνθρωποι στο δρόμο λες και με ξέρουν δέκα χρόνια. Το συνήθισα βέβαια και αντιδρώ ανάλογα, αλλά μετά από δυο-τρεις κουβέντες, τους ρωτώ «Συγγνώμη… γνωριζόμαστε στ’ αλήθεια;» (γέλια).
«Επτά ουρανοί και σύννεφα αλήτες»… Σε έχει ανεβάσει κάτι στους επτά ουρανούς;
Τα πιο δυνατά συναισθήματα που έχω νιώσει ήταν στη γέννηση των παιδιών μου. Ειδικά όταν γεννήθηκε ο γιος μου, που ήταν και το πρώτο μου παιδί. Την ώρα που βλέπεις το παιδί σου για πρώτη φορά, εκείνη τη στιγμή που έρχεται η νοσοκόμα και σου λέει «Αυτό είναι το μωρό σου», το συναίσθημα είναι απερίγραπτο και τότε συνειδητοποιείς ότι αλλάζουν όλα.
Σύννεφο αλήτης… είσαι;
Πρέπει να είσαι και λίγο αλήτης. Αλλιώς οι άλλοι θα σε κάνουν ό,τι θέλουν. Ο αλήτης με την καλή έννοια είναι κυρίαρχος του εαυτού του, ανεξάρτητος, ελεύθερος στην ψυχή…
Στη σειρά έχεις δύο γυναίκες. Θα φανταζόσουν μια τέτοια κατάσταση στη ζωή σου;
Όχι. Ακριβώς τώρα που «ζω» αυτή την εμπειρία βλέπω ότι είναι κάτι τρελό, παράλογο. Δεν μιλάμε για μία εξωσυζυγική σχέση που διαρκεί μια εβδομάδα, ένα μήνα, αλλά για έναν άνθρωπο που έκανε και με τις δύο γυναίκες οικογένεια και κοροϊδεύει και τις δύο. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο ψυχοφθόρα κατάσταση είναι (γέλια). Ακόμη και στα γυρίσματα που είμαι, που κάποτε έχω δέκα σκηνές με τη μια γυναίκα και μετά πηγαίνω κατευθείαν για δέκα σκηνές με την άλλη, μέχρι το τέλος της ημέρας τρελαίνομαι! Σκέψου να το ζεις αυτό στην πραγματικότητα!
Στη σειρά σε κτυπά κατακέφαλα η είδηση ότι ο βιολογικός σου «πατέρας» είναι Τούρκος. Στην πραγματική ζωή έχεις θέμα με τους Τούρκους;
Ναι. Είμαι πρόσφυγας από το Λεονάρισσο. Αυτός ο τόπος έχει περάσει πολλά... Έτσι, όταν μου είπε ο Δημήτρης Τοκαρής ότι θα πηγαίναμε στη Σμύρνη για γυρίσματα, στην αρχή δεν το πήρα και τόσο καλά.
Πήγες όμως… Πώς ήταν αυτό το ταξίδι για σένα;
Κατ’ αρχάς, το ταξίδι το ίδιο ήταν ταλαιπωρία. Αλλάξαμε τρία αεροσκάφη -Αθήνα, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη. Φτάσαμε αργά στη Σμύρνη, σε ένα ωραίο ξενοδοχείο και πήγαμε αμέσως για φαγητό. Ταβέρνα ήταν, κεφετερία ήταν, εστιατόριο ήταν... δεν ξέρω, αλλά η βροχή έσταζε μέσα και όλοι το έβλεπαν ως φυσιολογικό. Τα φαγητά ήταν νόστιμα στη Σμύρνη. Ο καιρός, όμως, ήταν χάλια. Η προκυμαία θύμιζε Φοινικούδες. Είναι γεμάτη κόσμο, κυρίως άντρες δηλαδή, και καφετερίες, αλλά πίσω από αυτήν, η πόλη δεν έχει και την πιο καθαρή όψη. Υπάρχουν τα πολυτελή καταστήματα και δίπλα τους μικρά και παραμελημένα μαγαζάκια. Μου έκανε εντύπωση που δεν είδα κομμωτήρια, μπαράκια, χώρους για νέους. Επίσης, μου έκανε εντύπωση ένας λόφος όπου εμείς θα κτίζαμε επαύλεις ενός εκατομμυρίου κι αντί αυτού, εκεί κατοικούσαν οι τσιγγάνοι.
Πώς σας αντιμετώπισε ο κόσμος;
Ο κόσμος ήταν φιλικός και εξυπηρετικός. Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή μάς περνούσαν για Τούρκους που είχαν έρθει από την Ευρώπη. Τους λέγαμε, βέβαια, ότι είμαστε από την Κύπρο και έδειχναν να χαίρονται, σαν να ήταν κάτι το απίστευτο ότι βρισκόμασταν εκεί. Η πρώτη τους κουβέντα ήταν να μας λένε πως είμαστε σαν αδέλφια, ότι μοιάζουμε κ.λπ.
Ένιωσες παράξενα εκεί;
Παράξενα ένιωσα στην επιστροφή. Όταν έφτασα στην Αθήνα και άκουσα να μιλούν ελληνικά, ένιωσα πιο ελεύθερος και ασφαλής. Η αλήθεια είναι ότι ένιωσα άλλος άνθρωπος.
Βρήκες τον «πατέρα» σου;
Χμ, η συνέχεια στις οθόνες σας…
Πέραν από ηθοποιός, είσαι και επιχειρηματίας. Από το 2008 είσαι ιδιοκτήτης της ταβέρνας «Το κουτούκι του Παναή» που ψυχαγωγεί τους θαμώνες με ένα ιδιαίτερο ρεπερτόριο…
Είναι το ρεπερτόριο που μου αρέσει. Δεν παίζουμε μόνο ρεμπέτικο αλλά και το παλιό λαϊκό, δηλαδή κάποια τραγούδια ακόμα και του ‘40, που δεν τα ακούει κανείς πια σε μαγαζιά. Είχα την τύχη να βρω εξαιρετικούς μουσικούς που παίζουν αυτά τα τραγούδια και ενθουσιάζουν.
Άλλες μεγάλες σου αγάπες ποιες είναι;
Η οικογένεια, η γυμναστική, το κυνήγι και τα πέντε σκυλιά μου.
Πώς θα περιέγραφες τον εαυτό σου;
Οτιδήποτε έχω, θέλω να είναι χρήσιμο, να έχει ένα σκοπό. Για παράδειγμα, δεν θα επιλέξω ένα αυτοκίνητο επειδή είναι ωραίο, αλλά διότι μου ταιριάζει. Το σκύλο θα τον πάρω για φύλακα ή για κυνήγι, όχι για «μπιμπελό». Μου αρέσει το ήσυχο περιβάλλον και να περπατώ στα βουνά. Με εκνευρίζει πάρα πολύ η αδικία. Είμαι ήσυχος και υπομονετικός, αλλά έχω και τα όριά μου. Αν τα ξεπεράσω, μπορεί να γίνω άλλος άνθρωπος.
Ο «άλλος» πώς είναι;
Να σου πω την αλήθεια φοβάμαι να τον γνωρίσω. Ξέρω ότι θα παρεκτραπώ.