Τα τραύματα και οι φόβοι που κουβαλούν μέσα τους 50 χρόνια μετά.
50 χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την τουρκική εισβολή του 1974. 50 χρόνια μετά, η κατάσταση στην πατρίδα μας παραμένει η ίδια. Για άλλους είναι ο ανθρώπινος πόνος, για άλλους οι περιουσίες που χάθηκαν, για άλλους η αδικία, και για άλλους οι αγνοούμενοι που ακόμα αναζητούνται.
Ανάμεσα σε εκείνους που έχεις μνήμες από τη μαύρη εκείνη ημέρα για τον τόπο μας είναι και αρκετοί εκπρόσωποι της κυπριακής showbiz που μοιράστηκαν τις σκέψεις και τα συναισθήματα από τα βιώματά τους κατά το παρελθόν. Η ομάδα του ilovestyle.com συγκέντρωσε κάποιες από τις συγκλονιστικές εξομολογήσεις που έχουν κάνει κατά καιρούς και σας τις παρουσιάζουμε στη συνέχεια του άρθρου μας:
Στέλλα Γεωργιάδου:
«Αυτή η αγριότητα της εισβολής χαράζεται για πάντα στη ψυχή σου, δεν φεύγει. Θυμάμαι να μας βομβαρδίζουν, θυμάμαι να είμαστε κάτω από πορτοκαλιές για να μην φαινόμαστε για να μην φαίνεται κίνηση, να μην μας βομβαρδίζουν. Θυμάμαι τον Πενταδάκτυλο να καίγεται, ένα αεροπλάνο να πέφτει στον πενταδάκτυλο, θυμάμαι τον πόνο της μητέρας μου, την αγκαλιά της να μας προστατεύει. Ακόμα δεν μπορώ να καθίσω κάτω από ένα δέντρο και να χαρώ τη σκιά ενός δέντρου, έχω αυτό το φόβο, το λέω και ανατριχιάζω». Δείτε το σχετικό βίντεο:
Γιώργος Θεοφάνους:
«Ήμουν σε μία ηλικία που έχω ξεκάθαρες μνήμες. Έχει μείνει στο κεφάλι μου χαραγμένος ο ήχος από τους βομβαρδισμούς και τους πυροβολισμούς. Να καταλάβεις, ακόμα και τώρα, αν οδηγώ, για παράδειγμα, βρέχει και ακούσω βροντές μέσα στην καταιγίδα, παρκάρω στο πλάι και κλείνω τα αυτιά μου».
Αλέξια Βασιλείου:
«Όταν διωχτήκαμε οι Αμμοχωστιανοί ήμουνα 10 χρονών, για αυτό οι μνήμες μου είναι δυνατές, έντονες με το σπίτι μας, στους δρόμους στο σχολείο, το δημοτικό, το σπίτι της θείας, της γιαγιάς μου, τους κήπους, το γυμνάσιο θηλέων απέναντι από το σπίτι μας, οι μνήμες είναι πάρα πολύ έντονες, ακόμα ζωντανές. Στις 14 Ιουλίου θυμάμαι καθόμουν στη βεραντούλα του σπιτιού, ήταν καλοκαίρι, τα σχολεία κλειστά για αυτό άκουγα μουσική που τόσο αγαπώ από ένα ραδιοφωνάκι που είχαν οι γονείς μου και έπαιζα με πάζολ και εκεί είναι που άρχισαν όλα, άκουσα το έκτακτο ανακοινωθέν, άκουσα ότι έχουμε πραξικόπημα και αμέσως άρχισε όλο το κλίμα να αλλάζει και άλλαξε όλη μας η ζωή. 20 Ιουλίου. Η πρώτη φάση της τουρκικής εισβολής και οι βομβαρδισμοί. Ξέρεις ότι ξεκινά κάτι και δεν ξέρεις αν θα βγεις ζωντανός, αν θα τελειώσει ποτέ αυτό και συνεχίζεις και τρέχεις και πορεύεσαι και προχωράς με το αίσθημα της επιβίωσης και για εσένα και για όσους αγαπάς. Οπότε ήταν η γιαγιά, ο παππούς η μητέρα μου η Αθηνά, η αδελφή μου η Μαρίτα, προχωρήσαμε να σωθούμε, ο μπαμπάς κάπου πολεμούσε δεν θυμάμαι που ήταν τότε».Δείτε το σχετικό βίντεο:
Κωνσταντίνα:
«Ένας άνθρωπος που έχει ζήσει τον πόλεμο δεν είναι μόνο στο μυαλό ότι αυτό που βλέπω και στεναχωριέμαι και λυπάμαι που το βλέπω, ξυπνάνε μνήμες, αυτό καταρρακώνει τη ψυχή σου και βιώνεις την παιδική σου ηλικία, γιατί εγώ έζησα τον πόλεμο στην παιδική μου ηλικία. Ξέρω και τον ήχο από τις σειρήνες και λέω δεν μπορώ να τις ξανά ακούσω, ξέρω και τον ήχο από τους βομβαρδισμούς, ξέρω την αιχμαλωσία, γιατί ήταν τα δύο μου αδέλφια αιχμάλωτοι στον πόλεμο. Ξέρω τι θα πει να έχεις ανθρώπους συγγενείς αιχμάλωτους, και ξέρω και το τελευταίο πλήγμα το οποίο κρατάει για χρόνια. Ας τις περιουσίες, έχουμε έναν άνθρωπο τον οποίο των περιμένουμε να έρθει. Πριν μερικά χρόνια πιστεύαμε ότι μπορεί να έρθει και να είναι ζωντανός, όταν πέρασαν όμως 46 χρόνια από την εισβολή στην Κύπρο ξέρουμε πλέον και περιμένουμε ότι θα τον βρουν σε ένα ομαδικό τάφο, αφού έχουμε δώσει DNA όπως έχουν βρει τόσους αγνοούμενους. Μιλάμε για 2 χιλιάδες αγνοούμενους και είμαι και εγώ ένα από τα παιδία που όταν γινόταν η ανταλλαγή αιχμαλώτων, ήμουν με τη φωτογραφία του πατέρα μου και περιμέναμε να μάθουμε κάποιο νέο από αυτούς που επέστρεφαν και τους έδιναν πίσω».Δείτε το σχετικό βίντεο:
Ευρυδίκη:
«Ήμουν 6 χρονών έχω μνήμες, το σπίτι μας ήταν στη Λευκωσία πολύ κοντά στο Προεδρικό Μέγαρο. Από την ημέρα του πραξικοπήματος, θυμάμαι τους ήχους, θυμάμαι ακούγαμε τα τάνκς, τα πυροβόλα. Είχαμε τρομάξει πάρα πολύ, μας πήραν οι γονείς μας και πήγαμε Λεμεσό και μείναμε όλο το καλοκαίρι, στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς, όπου κατέφθαναν καθημερινά οι συγγενείς του πατέρα μου, γιατί όλη η οικογένεια του πατέρα μου είναι από τα κατεχόμενα. Έρχονταν εκεί όσοι κατάφεραν να φύγουν, γιατί κάποιοι ήταν και αιχμάλωτοι για κάποιες μέρες, ο παππούς μου, η θεία μου και στρώναμε έξω, κάτω από μία μεγάλη κληματαριά και κοιμόμασταν όλοι μαζί. Ο χειρότερος μου εφιάλτης από τα παιδικά μου χρόνια ήταν ο ήχος της φωτιάς, είχε να κάνει με αυτό που ένιωθα ότι καιγόμουνα και ξυπνούσα, φοβόμουν τις βόμβες, γιατί είχαν συμβεί πάρα πολλά, ένας θείος μου και μία θεία μου κάηκαν ζωντανοί από τη βομβά». Δείτε το σχετικό βίντεο:(9.25)
Αλκίνοος Ιωαννίδης:
«Όταν έγινε το πραξικόπημα κι όσα ακολούθησαν μετά, ήμουν σχεδόν 5 χρονών. Είναι οι πρώτες καθαρές μου αναμνήσεις. Έχω πολύ ζωντανές εικόνες, όταν κλείνουν τα μάτια μου τα θυμάμαι. Η συνέχεια ήταν ακόμα πιο καθοριστική για την πορεία της ζωής μου, από τον ίδιο τον πόλεμο, γιατί το να μεγαλώνει ένα παιδί σε ένα μεταπολεμικό τοπίο, σε ένα νησί απροστάτευτο, μοιρασμένο και ημικατεχόμενο, με τον μισό πληθυσμό προσφυγοποιημένο, με αγνοούμενους, με συμμαθητές των οποίων οι γονείς δεν ξέραμε αν ζούσαν. Είχαμε ταινίες από τον τουρκικό στρατό που μας έστελναν από τις φυλακές για να δούμε αν είναι ζωντανοί και δεν επέστρεψαν ποτέ. Με ρωτούν καμιά φορά σε ποια γενιά ανήκεις και λέω στου πολέμου».
Μιχάλης Χατζηγιάννης:
«Είναι μια πληγή, ένα τραύμα ανοικτό, είναι μια πληγή που δεν κλείνει. Έχω καταγωγή από την Κερύνεια και από τους δύο γονείς, η Κερύνεια ήταν τον σημείο απόβασης των Τουρκικών στρατευμάτων, από ένα μικρό κόλπο, αυτός ο κόλπος από το σπίτι της μαμάς μου δεν είναι ούτε ένα χιλιόμετρο. Έχω τόσες περιγραφές, για ότι έχει συμβεί που είναι σαν να το έχω ζήσει. Με πονάει και ο πόνος τους, γιατί η μητέρα μου δεν περνάει μέρα που να μην αναφέρει την Κερύνεια και το σπίτι, και ο πατέρας μου ακόμα και μέχρι σήμερα. Ο παππούς μου πριν πεθάνει μου είπε «γιε μου εύχομαι να καταφέρεις να δεις την Κερύνεια, να δεις το σπίτι σου». Έφυγε με αυτόν τον καημό».
Ελίτα Μιχαηλίδου:
«Οι σφαίρες πέφτουν πάνω στα κεφάλια μας. Βλέπουμε τον Πενταδάκτυλο να καίγεται. Ο αδερφός του θείου μου,16 χρονών, σκοτώνεται. Σε κάθε σπίτι μετρούμε πόνο. Φεύγουμε νύχτα με σβηστά φώτα γιατί επίκειται όπως μας είπαν κατάληψη ολόκληρης της Κύπρου, περιμένουμε όμως από στιγμή σε στιγμή να μας βοηθήσει η Ελλάδα. Είμαι 14 χρονών και περιμένω να έρθει η Ελλάδα. Είμαστε στο έλεος, εργάζομαι στον ερυθρό σταυρό, καταγράφω απώλειες, σπίτια, περιουσία, αγνοούμενους, δίνουμε κονσερβοκούτια, σε ανθρώπους δίχως βλέμματα. Οι άνθρωποι αλλάζουμε, η Κύπρος πενθεί, τίποτα σαν πριν, με ένα πένθος ντυμένο στην ανάπτυξη, στην ύλη, τη χλιδή, με οικογένειες διαλυμένες, με εαυτούς που ευνοούν τους εαυτούς, με συναισθήματα δίχως βάθος, κούφια γη».
Τόνυ Δημητρίου:
«Ήμουν 6 χρονών όταν έγινε η εισβολή. Μέναμε κοντά στο Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου, που ήταν στόχος για την πολιτική αεροπορία της Τουρκίας, για την τηλεπικοινωνία των Κυπριών και του στρατού, οπότε άκουγες τις βόμβες να σφυρίζουν. Μας έλεγε ο μπαμπάς μου μην ανησυχείτε όταν τις ακούς να σφυρίζουν είναι μακριά». Μούφα για να μην φοβόμαστε».
Δέσποινα Μπεμπεδέλη
«Ήμασταν τυχεροί ως οικογένεια. Γιατί δεν γράψαμε νεκρούς, δεν έχουμε την αγωνία την ατομική και την προσωπική των αγνοούμενων, δεν ξεριζωθήκαμε από πατρίδες, αλλά βίωσα τον πόλεμο. Ο άντρας μου πήγε να πολεμήσει, ως έφεδρος, πέρασα αγωνίες γιατί βγήκε φήμη ότι είχε σκοτωθεί, τον έψαχναν στα νοσοκομεία, ήταν μία παρεξήγηση ας πούμε ως προς το όνομα, αλλά πέρασα πάρα πολύ μεγάλη αγωνία πάνω σε αυτό, είχα μείνει με τα δύο μωρά μου. Είναι αγαλλίαση μετά από όλο αυτό το άγχος, του να σκέφτομαι ότι μπορεί να έχει χαθεί και να μην τον ξανά βρω, να τον βρίσκω μπροστά μου, είναι πολύ μεγάλη ευτυχία αυτό, να ξανά γυρίζει ο άνθρωπος που φοβάσαι ότι δεν θα τον ξανά δεις γιατί έχει πάει στον πόλεμο, είναι ένα απερίγραπτα πολύτιμο δώρο».